Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2019

Ο Μαύρος σκύλος της Βουλώνης

Η κατά τον Louis Depret διήγησις εν έτει 1898.


Εις την παραθαλασσίαν Βουλώνην υπάρχει εις μεγάλος σκύλλος μαύρος, ο οποίος όλην την ημέραν περιπλανάται ή αναπαύεται εις τον λιμένα. Μού είπον ότι ο κύριός του είνε βαρώνος τις Νορβηγός. Ο άνθρωπος ούτος αγνοεί ή περιφτονεί την φιλίαν. Αναχωρών, αφήκεν εις την Βουλώνην τον μεγάλον μαύρο σκύλλο του. Δύο έτη παρήλθον έκτοτε.

Επί δύο έτη ο μαύρος σκύλλος ενθυμείται.. Εάν δεν ελπίζει πλέον, τουλάχιστον περιμένει. Όλην την ημέραν αγρυπνεί υπομονετικός και θλιμμένος. 

Ακόμη και λερωμένον και λασπωμένον, καθημέραν τον χαϊδεύουν αι γαντοφορεμέναι χείρες των Αγγλίδων. Αι κόραι αύται του Βορρά θέλουν να επανορθώσουν την αδικίαν του ανδρός του Βορρά. λέγουν είς τον σκύλλον: αγαπητέ σκύλλε ! πτωχέ σκύλλε ! αλλά η ουρά του μένει ακίνητος εις σημείον θλίψεως.

Περιφρονεί και την βροχήν και την θερμότητα, και μόνον όταν μαύρον σημείον, μόλις ορατόν εις τα θαλασσινά δίοπτρα, διακρίνεται εις τον μακρινόν ορίζοντα, ο σκύλλος φρικιά…

Φθάνει με τρία πηδήματα εις τον φάρον, διασχίζει το πλήθος, ανορθούται, στηρίζει τους εμπροσθινούς του πόδας εις ύψος ανθρωπίνου αναστήματος και γαυγίζει προς το άπειρον. Οι μηκυθμοί των κυμάτων δεν τον φοβίζουν, οι άνεμοι των θαλασσών δεν δροσίζουν το πυρέσσον τρίχωμά του. Πίνει και τρώγει ολίγον, μόλις δια να μην αποθάνη προτού να επανίδη τον βαρώνον της Νορβηγίας.


Μόνον σημείον τι ατμοπλοίου τον κάμνει ν’ αναπηδά και να γρυλλίζει. το μεγαλείο των ιστιοφόρων δεν τον συγκινεί, ο μαύρος καπνός τον εξάπτει.

Το ατμόπλοιον εισέρχεται εις τον λιμένα. ο σκύλλος ανυπόμονος τρέχει, φθάνει εις την προκυμαίαν ανά μέσον των υπαλλήλων του τελωνείου, των χωροφυλάκων, των αδελφών, οίτινες περιμένουσι τους αδελφούς των, και φθάσας εκεί κινείται ζωηρώς. Πριν το ατμόπλοιον αγκυροβολήσει, είδεν όλους τους επιβάτεας, προτού καταβή τις.

Το ατμόπλοιον αυτό δεν έρχεται εκ Νορβηγίας… Πού λοιπόν πηγαίνουν οι βαρώνοι να κάμουν τα λουτρά των το έτος τούτο ;

Όσον διαρκεί η ημέρα ο μαύρος σκύλλος είνε ήσυχός. Αλλά όταν έρχεται η νύξ και δεν έχει πλέον ελπίδα μέχρι της επαύριον να ίδη καπνίζουσαν σκιάν, ανησυχεί, αγωνία κρυφή τον πιέζει. μωλωπίζεται εις τους πασσάλους του λιμένος, κλαίει με λυγμούς, λιποψυχεί και επιστρέφει εις την πόλιν με την κεφαλήν σκυμμένην. Τότε, εάν τον χαϊδεύσετε διερχόμενον, σηκώνει το μέγα σκοτεινόν όμμα του: “Είσθε πολύ καλός”. Και έπειτα φεύγει.
*
* *
Εις Ισπανός ηθέλησε να τον πάρει μαζί του εις την πατρίδα του. Μόνον εκείνην την ημέραν η θλίψις υπεχώρησεν εις την οργήν του. Μίαν εσπέραν ενώ εσκεπτόμουν “που άραγε να κοιμάται” αίφνης ήκουσα γογγυσμόν.

Και από το παράθυρον, από το οποίον φαίνεται η παραλία, είδον όρθιον, επάνω εις το υψηλότερον παρά την θάλασσαν βράχον, τον μέγα μαύρον σκύλλον, όστις διηγείτο την λύπην του εις τα άστρα.
-Σκοτεινέ άβυσσε, μεγάλη ελπίς, τί τώ απεκρίθης;
-Τίποτε.

Ουδεμία ευθυμία ημπορεί να εξαλείψει το πένθος του, ουδείς ύπνος ναρκώνει τα βάσανά του. 

Δεν ηξεύρω το όνομα του μεγαλοψύχου τούτου ζώου. ηξεύρω μόνον ότι ουδείς άνθρωπος θα επερίμενεν, αφού τρείς ελπίδες του καθ’ ημέραν διαψεύδονται εις χρονικόν διάστημα μεγαλείτερον των επτακοσίων ημερών. Ειξεύρω ότι η ανάμνησις αύτη με στενοχωρεί, ότι φοβούμαι μήπως εκράτησα κακώς τους όρκους μου, ότι ο σκύλλος αυτός με κάμνει να εντρέπωμαι, διότι ουδέποτε υπέμεινα τόσον, ουδέποτε ηγάπησα τόσον. !

Εν τούτοις, εάν έκαμον μακράν διήγησιν ενός τόσο απλού συμβάντος, το οποίον με δέκα γραμμάς ηδυνάμην να διηγηθώ, το έκαμα δια να εύρω την αγαθήν βάσιν του πράγματος. Αισθάνομαι την ανάγκην να χρονοτριβήσω πραγματευόμενος περί των παθών της ψυχής μου. Δεν άξιζε π.χ. να σας είπω δια τον σκύλλον αυτόν:

-Επί δύο έτη εκατόν γυναίκες ίσως θα επανέλαβον εις τον βαρώνον της Νορβηγίας το “Σ’ αγαπώ”, ενώ εις την καρδίαν των τον περιεφρόνουν.
-Επί δύο έτη εις την Νορβηγίαν καθώς και αλλού μυριάδες εραστών θα απεχωρίσθησαν τους εκλεκτούς των με το κτύπημα του θανάτου-και τίς δύναται να αποφύγει τον τάφον ;
*
* *
Δεν διηγήθην την ιστορίαν του σκύλλου δια να σκώψω την λήθην μόνον. Η λήθη, υπό την καλήν της όψιν, έχει κάτι τι το αγαθόν. Από τη λήθην εξαρτάται ενίοτε τό να ζή τις, ίσως μάλιστα και να το αγαπά.

Αλλά ο μεγάλος μαύρος σκύλλος, όστις παρατηρεί αδιακόπως τον ορίζοντα, αφυπνίζει εις εμέ τα υψηλά προβλήματα, τα οποία κοιμώνται εις όλων μας τας καρδίας.
Ώ ! πως ζηλεύω την επίμονον αγάπην του μαύρου σκύλλου ! Φαίνεται ωσάν να μας λέγει, ότι η πίστις αυτή καθ’ εαυτήν είναι η μόνη ανταμοιβή της πίστεως.

Κάποιος σοφός εζήτησε την ευτυχία εις την συνήθειαν και εδογμάτισεν, ότι η αγάπη και η ευτυχία δεν είνε άλλο παρά συνήθεια. Αλλά αυτά είνε λόγια μάταια, ανθρώπων ταρασσομένων και οικτιρόντων εαυτούς προ του μεγαλείου της πίστεως. 
*
* *
Εις την παραθαλασσίαν Βουλώνην ζή εις μεγάλος μαύρος σκύλος. 

Πηγή: Σπαρτιατικόν Ημερολόγιον 1900

σημείωση: ορθογραφία, σύνταξη και σημεία στίξης διατηρήθηκαν ως εις το πρωτότυπον. Μοναδική προσαρμογή η αντικατάσταση της άνω τελείας με τελεία όπου η επόμενη πρόταση ξεκινά χωρίς κεφαλαίο στοιχείο.