Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2020

πιο πολύ κι' από τους ανθρώπους τα δέντρα τους αγάπησα...


όποιος κόβει δέντρα, τα βάζει με τον Θεό
μου είχε πεί ο πατέρας.

και τούτη η γέρικη ασπροσυκιά 
που παιδί την είχε φυτέψει
μια μέρα έγειρε από τον άνεμο.

μα πριν ξεψυχήσει
άφησε μια υπόσχεση

τα παιδιά μου θα συνεχίσουν το έργο μου.

και αυτά -το πιο ξεπεταγμένο-
τη μέρα που αποχαιρετούσα τον καλοκαιρινό κήπο
δεν ξέχασε την υπόσχεση της μάνας του.

και μ' αντάμειψε
για τον πόνο της απώλειας
για την έγνοια μου ν' αντέξει και να ζήσει χρόνια πολλά.


τα δέντρα έχουν τη δικαιοσύνη του θεού
μοιράζουν απλόχερα
μοιράζουν δίκαια 
στα πουλιά, στα ζώα, τα έντομα
σε όλους τους ανθρώπους.

φτάνει να το καταλάβουμε αυτό
και να τους μοιάσουμε
για να πλησιάσουμε στο Θεό. 

Αύγουστος 2020

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2020

για να μη χάνουμε την ψυχή μας-2

μετά από ένα μήνα...
...να τι βρήκα

τη γλυσίνα να μου θυμίζει την απουσία μου από τη μεγάλη της γιορτή


τις μαγιοπούλες αφού σπόριασαν μας αποχαιρέτισαν βοηθούντος και του Νίκου

την αγαπημένη όλων αιωνόβια άσπρη συκιά κατά γης. ένας ανεμοστρόβιλος τσάκισε το αδύναμο κορμί της. μας άφησε όμως τα παιδιά της (λουμάκια) που θα καρπίσουν.
  

την γέρικη χελώνα καρότα-καρότα
την πέταξε στο δρόμο ο "γείτονας" γιατί του έτρωγε τα καρότα.

τη "μαμά" Δέσποινα να ταϊζει τα δύο ορφανά που δεν ευτύχησαν
 να γνωρίσουν τη μανούλα τους.
τα βάφτισα Τρίσω και η Μιμίκα 

 ...και τ' άφησα έτσι
(μετά από τέσσερα δεκαοκτάωρα δουλειάς, ούτε που σκέφτεσαι για φαγητό
 και για ύπνο...)





Φωτιά: ένα θαυματουργό εργαλείο. μεσημεράκι με 3-4 μποφόρ και  μια μάνικα στο χέρι τα ξαπλωμένα και ξερά καίγονται στο έδαφος χωρίς κανένα κίνδυνο. φρεσκάρεται το χώμα, καίγονται τα όποια εναπομείναντα ζιζάνια, απομακρύνονται λόγω της στάχτης τα ερπετά. 

και ....
η μόνη μου πολυτέλεια: ένας καφές στην παραλία.

για να μη χάνουμε την ψυχή μας-1

...γιατί όταν το ποθείς το "παιδί" δεν ξερριζώνεται ποτέ από μέσα σου.

Επίσκεψη στο χωριό πριν ένα μήνα και βάλε...

στο μετόχι του Χρήστου
(γενητούρια)


  
στον κήπο 
σαν ν' αγριέψαμε κάπως
(ας όψεται η καραντίνα)




στο μισακό

μισακό λέμε τη εταιρική (μεταξύ δύο οικογενειών) καλλιέργεια.

στο μποστάνι του γείτονα
(πάντα θαύμαζα ετούτη την πόα που μας χαρίζει τον πιο μεγάλο και γλυκό καρπό.
καρπόυζι το λένε και δεν κουβαλά ένα τυχαίο όνομα)



  εδώ το απωθημένο μου
αυτοφυής άγρια αγγινάρα που απλώνεται σε όλα τα χέρσα χωράφια.
Για "όσους ξέρουν από ούζο" ο πλέον περιζήτητος μεζές.

Τις βράζουμε για κάνα δυό ώρες χωρίς τα φύλλα στην κατσαρόλα και μετά τη σερβίρουμε.
οι τυχεροί τραβούν τη στίβα με τα αγκάθια και μένει το πεντανόστιμο κοτσάνι. 

Στην υγειά μας



Κυριακή 31 Μαΐου 2020

πού πάνε οι Μάηδες όταν φεύγουν ;

εγώ, ως άπιστος Θωμάς,
χωρίς να τσιγκουνευτώ τον αυτοχλευασμό
και μη κατέχοντας καμμιάν αλήθεια
πορεύομαι συμφιλιωμένος με τις πλάνες μου,
σε πείσμα των φτηνών και βέβαιων καιρών.
κι’ όπως τα μαρμάρινα αγάλματα
πεθαίνουν λευκά, ευσεβώς σκεπτόμενα,
υπάρχουν οι λέξεις, οι συνομήλικες του φωτός
και της μεγάλης αφαίρεσης,
που οδηγούν στην αναβάπτισή τους.

τούτος ο πλούτος και ο ευτελής χρόνος μου
αν δικαιούνται κάποιον έπαινο
είναι γιατί αφιερώθηκαν στην ανιδιοτελή Επιστροφή.

οι Μάηδες των μεγάλων τοκετών

υπήρχε μία γαλήνη τότε στον ορατό μας κόσμο και ένας θαυμασμός για τον αόρατο. μαζί  και η αιδημοσύνη να τον αγκαλιάσουμε για να γίνει κομμάτι της αυριανής μας ύπαρξης, να γίνει μια σκάλα για την απεραντοσύνη.

θα είμασταν τεσσάρων χρόνων. οι μαγιάτικες νύχτες ήταν οι πιο γλυκές νύχτες του χρόνου. πλημμυρισμένες από χρώματα, από ήχους απόκοσμους, από μυρωδιές συνεσταλμένες, ίσα να μας αγγίξουν, ίσα να μας ταξιδέψουν στο μυστικό τους βασίλειο. και το φεγγάρι που κυριαρχούσε στον ουρανό, έστελνε το αινιγματικό του φως, πότε λαμπερό και πότε συγκρατημένο. δεν υπήρχαν ερμηνείες τότε, δεν μας χρειάζοταν. μας αρκούσε η μαγεία της στιγμής, όλα γίνονταν σαν ένα παιγνίδι έρμαιο των αισθήσεων. και όσες απορίες είχαμε για να χτίζουμε τον κόσμο μας, πνίγονταν από τη μητρική σιγουριά. κι' η μάνα το φχαριστιόταν μ' εκείνη τη γαλήνη τη δανεισμένη από τη σκοτεινή μήτρα της γέννησης. σαν να ήθελε το μυαλό μας να ψηλαφίζει το αόρατο και μόνο. και θαρρώ πως εύχονταν να μείνουμε παιδιά για πάντα, ταξιδευτές μοναχικοί, αλαφροπατώντας πάνω στη γη.


φεγγαράκι μου λαμπρό...

τέτοιες ώρες μας έβγαζε η Μάνα βόλτα στον φρεσκοστρωμένο  δρόμο. μας άρεσε η ξάπλα, ανάσκελα στην μυρωδάτη άσφαλτο, οι αναδεύσεις των κορμιών μας πάνω τη σκληρή της επιφάνεια. και η Μάνα άρχιζε ν' αφηγιόταν ιστορίες παρμένες από κόσμους ανέγγιχτους κι' αυτή η πουπουλένια αφήγηση μας νανούριζε, γλύκαινε τα αισθητά, τα έντυνε με το θεϊκό πέπλο των μη-αισθητών. και γινόταν χάδι το πέταγμα της νυχτερίδας, απόκοσμη μουσική το ζουζούνισμα του κουνουπιού, ευλογία το ούρλιασμα του τσακαλιού, καλωσόρισμα η λαλιά των πουλιών...
   πήγαινε νυφίτσα μου,
 να μετρήσεις την άμμο της θάλασσας
 τα κύματα της θάλασσας 
και μετά' έλα να πάρεις τα πουλιά...
...σιγοντάριζε η μάνα.

και σαν ξεφάντωνε ο ήλιος τότε άλλαζαν τα χρώματα και στο πρόσωπο της μάνας ζωγραφίζονταν η έγνοιες της ημέρας μα το τραγούδι των πουλιών στο ξύπνημά τους, οι αναστεναγμοί των καρπουζιών στο χωράφι, κατέγραφαν τη μεγάλη ευεργεσία που γλύκαινε τον κάματο κι' άπλωνε το σεντόνι της δικαιοσύνης για την απολαβή.

η αυγούλα

πώς να τα αγνοήσεις όλα αυτά
μυρωδιασμένα από τη νυχτιάτικη αύρα
στολισμένα από το άδολο φως της αυγής.

ο Μάης ο μαγικός, που μας μεθούσε με την ξυπολυσιά και τ' αλόγιστα ταξίδια, με τις μυρωδιές της φρεσκοσκαμμένης γης, με τη γύρη του χαμομηλιού και το κόκκινο της παπαρούνας, με το πλάγιασμα του ήλιου πάνω στις μαργαρίτες, με τις ευγνωμονούσες πασχαλιές και τις παρήγορες αναστάσεις,  με το Σάββατο των ψυχών, με τα λικνίσματα των ξωτικών στην άκρη του προσκεφαλιού μας- άγγελοι στην αιώνια περιπλάνηση στις νύχτες μας.

και να γιατί ο αφέντης ήλιος ποτέ δεν διαγράφει τις πατημασιές των ξωτικών σαν ανώφελα σημάδια στο ταξίδι της ζωής, γιατί  τα πουλιά θα σιωπήσουν, η πλάση θα οργισθεί, οι πηγές θα στερέψουν. κι' ο Μάης μένει για πάντα ο καιρός της γαλήνιας προσμονής και της καλοσύνης, για να είναι η μεζούρα  στα χρόνια των αειθαλών κοριτσιών.

κι' επειδή λένε πως...
όπως το καλό κρασί πίνεται τον τόπο του
και ο καρπός γεύεται κάτω από το δένδρο του,
έτσι και οι λέξεις μεγαλύνονται εκεί που συμβαίνουν...

έτσι και η αφήγηση ετούτη γράφτηκε λίγες μέρες πριν στον τόπο της για να αποφύγει τα ανίερα.


φωτο: από το παληό αναγνωστικό της πρώτης δημοτικού
μουσική: Άκης Πάνου
την πρωτάκουσα έφηβος πια μια μαγιάτικη νύχτα από το κασετόφωνο ενός φορτηγού.

 για τις εικόνες που συντρόφευαν τη γραφή ετούτη ευχαριστώ την Ε.

Κυριακή 10 Μαΐου 2020

Περί φιλοζωίας και άλλων δαιμονίων


Λένε πολλοί πως οι φιλόζωοι αγαπούν τα ζώα γιατί μισούν τους ανθρώπους. Ίσως γιατί δεν γνωρίζουν πως οι ίδιοι οι άνθρωποι μισούνται μεταξύ τους, ακόμη και αν δεν επιδεικνύουν το μίσος τους με την ανθρωποφαγία. Εκτός κάποιων εξαιρέσεων "κηδεμόνων" ζώων που καλύπτουν μέσω της κηδεμονίας τις εγωϊστικές τους ανάγκες, οι φιλόζωοι προσπαθούν διδαχθούν την άδολη αγάπη των ζώων προς τον άνθρωπο. 

Θυμάμαι τη μητέρα μου που έβλεπε τα ζώα σαν αντικείμενο ικανοποίησης οικογενειακών αναγκών. Έσφαζε τις κότες χωρίς κανέναν ενδοιασμό, κυνηγούσε τις "ξένες" γάτες όταν πλησίαζαν στην αυλή μας. Σήμερα αυτά δικαιολογούνται στη συνείδηση των περισσότερων σαν ένας κανόνας της επιβίωσης σε δύσκολους καιρούς.

Ασυνείδητα από παιδί απέφευγα το κρέας. Το ίδιο και ο πατέρας μου. Κάθε Κυριακή το φαγητό στο σπίτι ήταν κάτι κρεατικό. Συνήθως κοτόπουλο ή κουνέλι. Σπάνια αρνί ή κατσίκι και καθόλου μοσχάρι. Στα χωριά μας το μοσχάρι ήταν για πολλές οικογένειες άγνωστο έδεσμα.

Κάποια μέρα, θυμάμαι, πως ο πατέρας μου θύμωσε, γιατί η μάνα μου ήθελε να διώξουμε τη Σπίθα από το σπίτι. Η Σπίθα ήταν ο φύλακας του σπιτιού για πάνω από δέκα χρόνια.

-τρώει μόνο κρέας είπε, δεν τρώει πια ψωμί...θα χλαπακώσει τις κόττες...σε λίγο θα φάει κι' εμάς....
και ο πατέρας μου μη ξέροντας πολλά γράμματα, μέχρι τη δευτέρα τάξη του σχολαρχείου είχε πάει, της απάντησε...

Αλεξάνδρα ξέρεις πολλά ζώα να έφαγαν ανθρώπους ... ξέρεις κανέναν χριστιανό που έγινε άγιος να πήγε από θηρίο ; ... ακόμη και στην φάκα (εννοούσε την αρένα) που τους έριχναν μαζί με τα πεινασμένα λιοντάρια κανένας δεν βλάφτηκε στο παραμικρό... λέγε, ξέρεις κανέναν άγιο ;

Η Μάνα ήταν θρησκόληπτη, όχι θρησκευόμενη. Ο Πατέρας δεν ήταν ούτε το ένα ούτε το άλλο. Απλά πήγαινε στην εκκλησία όποτε τον καλούσαν να ψέλνει. 

-λέγε, ξέρεις κανέναν άγιο που βλάφτηκε από λιοντάρι ; Όλοι από ανθρώπου χέρι αγίασαν.

Ποτέ δεν ξέχασα αυτή τη βεβαιότητα του πατέρα μου, αλλά δεν είχα τρόπο να την επαληθεύσω. Μέχρι που η γνωριμία μου με τον κ. Δημήτριο Μαυρόπουλο, εκδότη (εκδ. Δόμος) και η έκδοση του τρίτομου έργου Συναξαριστής του Νικοδήμου του Αγιορείτου μού έδοσε την ευκαιρία να το επιβεβαιώσω. Ξεφυλλίζοντας μία προς μία τις 2.100 σελίδες του έργου και διαβάζοντας πάνω από 1.500 βίους αγίων κατάλαβα πως η θεία πρόνοια και οι επί γής εκτελεστές της δεν επέτρεψαν ποτέ τέτοια αγιοσύνη.


Αυτό μπορεί να ερμηνευθεί είτε από την ίδια την εν ζωή αγιοσύνη των εν τη αρένα χριστιανών, είτε από την σοφία των ίδιων των τετράποδων.

"ὁ ἐξαποστέλλων πηγὰς ἐν φάραγξιν, ἀνὰ μέσον τῶν ὀρέων διελεύσονται ὕδατα· 
ποτιοῦσι πάντα τὰ θηρία τοῦ ἀγροῦ, προσδέξονται ὄναγροι εἰς δίψαν αὐτῶν· 
ἐπ᾿ αὐτὰ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσει, ἐκ μέσου τῶν πετρῶν δώσουσι φωνήν. 
ποτίζων ὄρη ἐκ τῶν ὑπερῴων αὐτοῦ, ἀπὸ καρποῦ τῶν ἔργων σου χορτασθήσεται ἡ γῆ. " 
Δαυίδ, Ψαλμός ΡΓ


υγ. δεν κατατάσσομαι στους χριστιανούς, ούτε κάνω κατήχηση. Αναγνωρίζω στην υμνογραφία και την αγιογραφία την ανθρώπινη εξύμνηση του Θείου. Απ' όπου και αν αυτό εκπορεύεται.

Σάββατο 4 Απριλίου 2020

Αλ. Παπαδιαμάντη-"Βαρδιάνος στα Σπόρκα"

Αλ. Παπαδιαμάντη-"Βαρδιάνος στα Σπόρκα"

Απόσπασμα από το διήγημα Βαρδιάνος στα Σπόρκα που πρωτοδημοσιεύθηκε σε σειρά επιφυλλίδων στην εφημερίδα Ακρόπολις από τις 14 Αυγούστου έως τις 5 Σεπτεμβρίου του 1893.


Αφηγείται την ιστορία της γρια-Σκεύως, που μεταμφιέζεται σε άντρα και γίνεται βαρδιάνος (φύλακας) στα σπόρκα (καράβια ευρισκόμενα σε καραντίνα εξαιτίας μολυσματικής νόσου), προκειμένου να σώσει το γιο της που ήταν αποκλεισμένος μέσα σε ένα από τα καράβια.
Ιστορικός πυρήνας του διηγήματος είναι η χολέρα που έπληξε την Ευρώπη το 1865 και τα αυστηρά μέτρα προφύλαξης που έλαβαν οι τότε ελληνικές κυβερνήσεις.

Άκρως επίκαιρες οι επισημάνσεις του συγγραφέα που καθόλου δεν απέχουν από ανάλογες τη σημερινή εποχή και δη εν μέσω της πανδημίας 

Το απόσπασμα αντιγράφτηκε από την ομώνυμη συλλογή διηγημάτων του Αλ. Παπαδιαμάντη σε έκδοση της "Εστίας" του 1998. Στην έκδοση διατηρήθηκε ως είχε η ορθογραφία του πρωτοτύπου, εδώ μεταφέρεται αυτούσια σε μονοτονικό.

Ολόκληρο το διήγημα εδώ (με διορθωμένη την ορθογραφία) όπου μπορείτε να περιπλανηθείτε στη άκρως γλαφυρή και εξόχως γλυκόπικρη μαγεία της αφήγησης.


...Δεν λέγομεν ότι οι άνθρωποι του τόπου ήσαν εκτάκτως κακοί. Αλλού ίσως είναι χειρότεροι. Αλλά το πλείστον κακόν οφείλεται αναντιρρήτως εις την ανικανότητα της Ελληνικής διοικήσεως. Θα έλεγέ τις ότι η χώρα αύτη ηλευθερώθη επίτηδες, δια να αποδειχθή ότι δεν ήτο ικανή προς αυτοδιοίκησιν. Αλλά ταύτα δεν είναι του παρόντος. Όπως και εν έχη, αληθεύει ότι εις την ερημόνησον, την χρησιμεύουσαν ως αυτοσχέδιον λοιμοκαθαρτήριον, το κρέας επωλείτο υπό ελαστικής συνειδήσεως κερδοκόπων αντί τριών δραχμών κατ’ οκάν, ο άρτος αντί ογδοήκοντα λεπτών και ο οίνος αντί δραχμής. Όσον δια το νερόν, επειδή το μόνον πηγάδιον το υπάρχον επί της ερημονήσου, κατήντησε να πωληθή προς δύο δραχμάς η στάμνα.

Φυσικά, η μεγάλη πληθύς των υπό κάθαρσιν ταξιδιωτών ήσαν άνθρωποι πτωχοί. Ολίγοι μεταξύ αυτών ήσαν εύποροι. Οι κερδοκόποι απέθετον τα εμπορεύματά των εις την άκραν της απωτάτης ακτής της ερημονήσου, ελάμβανον τα λεπτά των και έφευγον. Η χολέρα δυνατόν να κολλά εις κάθε πράγμα, αλλά εις τα χρήματα όχι.

Ελέχθη, ότι οι πλείστοι των ανθρώπων, των παρασταθέντων τότε ως θυμάτων της χολέρας, απέθανον πραγματικώς υπό πείνης. Ίσως να μην υπήρξεν όλως χολέρα. Αλλά υπήρξε τύφλωσις και αθλιότης και συμφορά ανήκουστος. Οι άνθρωποι, όλοι πάσχοντες, εσκληρύνοντο κατ’ αλλήλων εις επίμετρον, και καθίστων την δεινοπάθειαν απείρως μεγαλυτέραν.

Οι εύποροι εκ των καθαριζομένων εσκληρύνοντο κατά των πτωχών, και εμέμφοντο αυτούς ως παραιτίους της δυστυχίας δι’ αυτής της παρουσίας των. Οι πτωχοί εσκληρύνοντο κατά των ευπόρων και τους ητιώντο ως προκαλούντας την ακρίβειαν των τροφίμων δια της παρουσίας των. Όλοι ομού οι υπό κάθαρσιν ταξιδιώται εσκληρύνοντο κατά των κατοίκων της πολίχνης και τους κατηγόρουν επί ασυνειδήτω αισχροκερδεία και σκληρότητι, ενώ το αληθές ήτο ότι δέκα μόνον άνθρωποι εκ της εμπορικής και τυχοδιωκτικής τάξεως, ήτις πουθενα δεν λείπει, ήσαν οι αισχροκερδείς και οι σκληροί εκμεταλλευταί της δυστυχίας. Οι κάτοικοι της πολίχνης εσκληρύνοντο κατά των ταξιδιωτών, και εμίσουν αυτούς, διότι είχον έλθει να τους φέρωσι την χολέραν. Κακή υποψία, δυσπιστία και ιδιοτέλεια, χωρούσαν μέχρι απανθρωπίας, εβασίλευε παντού. Όλα ταύτα ήσαν εις το βάθος, και ο φόβος της χολέρας ήτο εις την επιφάνειαν. Θα έλεγέ τις, ότι η χολέρα ήτο μόνον πρόφασις, και ότι η εκμετάλλευσις των ανθρώπων ήτο η αλήθεια. Το δαιμόνιον του φόβου είχεν εύρει επτά άλλα δαιμόνια πονηρότερα εαυτού και είχε λάβει κατοχήν επί του πνεύματος των ανθρώπων…

Πρόσθετες πληροφορίες: Όλα τα υπό καραντίνα καράβια προσάραζαν στη νήσο Μεγάλη Τσουγκριά η δε πολίχνη είναι η σημερινή χώρα της Σκιάθου.