Κυριακή 29 Ιουνίου 2014

απαγορευμένοι καρποί


δυό ώρες πάνω στη βυσινιά. για να μαζέψω τρία κιλά βύσινα. από τα υποσχεθέντα της άνοιξης, αυτά που σώθηκαν από το χαλάζι, τη βροχή και τα "ταπεινά" του ουρανού.

άλλες τρείς περίπου να γίνει το γλυκό. πλύσιμο, ξεκουκούτσιασμα, βράσιμο, ξανά βράσιμο για να δέσει. και μετά στα βαζάκια για "πεσκέσι"-κάλεσμα σε μια ακόμη γιορτή, που καθημερινά η φύση μας καλεί.

και όλες αυτές τις ώρες συχνά-πυκνά μουρχόταν στη θύμηση μια φράση που είχα ακούσει πέρισυ στη λαϊκή της Καλλιδρομίου: για όνομα του θεού, πέντε ευρώ το κιλό τα βύσινα ; ούτε φιλέτο νάτανε.

και πολύ θάθελα τότε νάμουν πίσω από τον πάγκο της λαϊκής, στη θέση της κυρίας που πουλούσε τα βύσινα. για να πώ στη φιλετοθρεμμένη και σε κάθε παρόμοιου διατροφικού πολιτισμού κυρία πως δυστυχώς για αυτές υπάρχουν απαγορευμένοι καρποί. καρποί και γεύσεις που η γή και τα παιδιά της αρνούνται να δωρήσουν σε ασεβή λαρύγγια και πορνικά γούστα διατροφής.

για φαντάσου, λέω στον εαυτό μου, να δωρίσεις ένα βαζάκι βύσινο στην ξαδέλφη για να το τρώει σαν επιδόρπιο μετά την μπριζόλα ή να γαρνίρει το παγωτό των παιδιών. Ύβρις !

κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τις μπάμιες. για να μαζέψεις ένα κιλό θέλεις σχεδόν μια ώρα μες στο χωράφι. και αν είσαι και αλλεργικός με τα γάντια η φαγούρα θα σε συνοδεύει ολάκερη τη μέρα. όταν βλέπω μπάμιες με δύο και τρία ευρώ το κιλό αμέσως σκέφτομαι πως οι άνθρωποι που τις καλλιέργησαν, τις μεγάλωσαν και τις μάζεψαν είναι οι απλήρωτοι και κατατρεγμένοι μετανάστες. γιατί αν όλη τη φροντίδα αυτή την είχε επιμεληθεί η οικογένεια τότε η όποια τιμή θα ήταν ευλογη-μένη και η καθεαυτή πώληση θα συνιστούσε λειτούργημα και όχι εμπόριο.

για τίς όποιες συνειδήσεις που ο διατροφικός πολιτισμός τους, ισοπεδωμένος από την άγνοια, έχει σαν κριτήριο και μόνο την τιμή κάποιων προϊόντων, τότε μόνη τους σωτηρία είναι ο μπαρμπα Στάθης και το κινέζικο κατεψυγμένο ψωμί.

Κυριακή 22 Ιουνίου 2014

το alter ego του κινέζου

ήλθε ο μπάρμπα Λι και μας είπε αυτό που ο μπάρμπα Σαμ δεν μας είχε αποκαλύψει ποτέ: πως αν γδάρεις έναν κινέζο, κάτω από το τομάρι του θα ανακαλύψεις έναν έλληνα. το επιβεβαίωσε και ο αντωνάκις αλλά και ο μπένυ. μάλιστα βγήκε και σχετικό προεδρικό ανακοινωθέν για αυτή τη δήλωση του κινέζου πρωθυπουργού. έτσι για να σκάει ο κυρ χρήστος που κάποτε είχε δηλώσει πως είμαστε έθνος ανάδελφο.

και συμπλήρωσε ο μπάρμπα Λι τη φράση του λέγοντας, πως αν γδάρεις έναν έλληνα κάτω από το λίπος του θα βρείς έναν κινέζο. μόνο που το συμπλήρωμα αυτό χάθηκε στη μετάφραση, αλλά δεν ξέφυγε του Όνου. είπε, ο έχων δέρας κινέζου και ήθος έλληνα πρωθυπουργός αυτό που εδώ και δεκαετίες διεκήρυττε το φίλιον προς την Κίνα ΕΚΚΕ.

και θυμήθηκα τον πάλαι ποτέ σύντροφο τσουκάτο, αυτόν που κάποτε από ΕΚΚΕτζής κατέληξε ο εξ απορρήτων του πρώην πρωθυπουργού Σημίτη του επονομαζόμενου και κινέζου. εκτός από τον τσουκάτο μέλη του εξέχοντα ήταν η μπίλιω (τσουκαλά), ο τατούλης αλλά και ο κούλογλου. και άλλοι πολλοί βέβαια μετέπειτα αστέρες του λάϊφ σταϊλ. που εν χορώ όλοι μαζί τραγουδούσαν το πότε θα γίνουμε κινέζοι.

αξίζει κάθε έπαινος στο ΕΚΚΕ τόσο την προφητεία του όσο και για τους συνεπείς αγώνες του προς την κινεζοποίηση του ελληνικού λαού. αμφότερα τα είχαν μελετήσει ενδελεχώς και ακολουθήσει κατά γράμμα όλοι οι πρωθυπουργοί και οι κυβερνήσεις της ελλάδας και της Κίνας.

και γεννάται το ερώτημα. γιατί δεν αναμεταδόθηκε ολόκληρη η δήλωση του μπάρμπα Λι; κοινώς γιατί λογοκρίθηκε ; μήπως δεν ήθελε η κυβέρνηση να τρομάξει το λαό θυμίζοντάς του πως κάποτε ήταν κινέζος και καλό είναι να επιστρέψει στις αξίες του ; σε όλα τα δελτία ειδήσεων ακούσαμε μόνο τη μισή δήλωση του κινέζου πρωθυπουργού. πως δηλαδή κάθε κινέζος έχει αίμα ελληνικό. μας απόκρυψαν όμως το alter ego κάθε έλληνα.

πως να μη νοιώσω έτσι ανάδελφος ; τι κι' αν ο κύριος μηταράκης μέσω του twitter βομβαρδίζει τη χώρα τα δύο τελευταία μερόνυχτα με λίστες από τις επιχειρηματικές συμφωνίες ελλάδας-Κίνας. και ο νοών, νοείτω.

Σάββατο 7 Ιουνίου 2014

η νύχτα των ρουσσαλιών


τη νύχτα των ρουσσαλιών άναψε ένα κερί στην 'ξώπορτα 
να ξεθαρρέψουν οι ψυχές. 
βάλε στο παραθύρι ένα ποτήρι νερό 
να ξεδιψάσουν απ' το μεγάλο τους ταξίδι. 

κάθε χρόνο τέτοιες μέρες θυμάμαι τα λόγια αυτά. ευχή και υπόσχεση που χωρίς βαρυγκομιά κουβαλιέται από μνήμη σε μνήμη, αιώνες τώρα. θρύλλος και δοξασία παμπάλαιη στα μέρη μου, που έγινε βίωμα και καμμιά νεωτερικότητα δεν μπόρεσε ούτε μια στιγμή να ξεριζώσει. 

λέγαν πως τούτο το καλόπιασμα ήταν μια αίτηση συγχώρεσης από αυτούς που αφήσαμε να φύγουν χωρίς να προλάβουν να δώσουν το χέρι τους σε όσους το ζήτησαν. μα και ευχή γι' αυτούς που έφυγαν από τη ζωή χωρίς να προλάβουν να δούν τα όνειρά τους να βγαίνουν αληθινά. 

να θυμάσαι, μούλεγε η μάνα μιλώντας στην παδική μου ψυχή, κάθε χρόνο δέκα μέρες μετά την Ανάληψη, τη νύχτα των ρουσαλιών, σαν δείς τις κωλοφωτίτσες, να ξέρεις πως είναι οι ψυχές των ανθρώπων που σε αγάπησαν. έρχονται από τον ουρανό να συντροψέψουν τα όνειρα όσων έχουν την έγνοια.περιτιγυρίζουν στις αυλές και τους κήπους, ανάμεσα  στις νυχτοσκιές των κήπων τους, θέλοντας ν' αφουγκραστούν όσα οι ψυχή τους ψιθυρίζει. 

έτσι κάθε χρόνο με το απόσωμα της παρασκευής, παιδιά εμείς, όλα τα παιδιά, φροντίζαμε για την υποδοχή των αθόρυβων και διακριτικών αυτών επισκεπτών. από τ' απόγευμα μαζεύαμε τα πιο όμορφα του κήπου μας λουλούδια, καμμιά φορά και κανέναν καρπό από τα δέντρα, στολίζαμε με το λευκό κεντητό τραπεζομάντηλο το τραπέζι της αυλής μας. σαν νύχτωνε ανάβαμε τη μισοκαμένη λαμπάδα της Ανάστασης και με δροσερό νερό γεμίζαμε το καλύτερο ποτήρι του σπιτιού. κι' όλη τη νύχτα με τεντωμένες τις ακρωτηριασμένες από την κούραση αισθήσεις μας περιμέναμε ν' ακούσουμε το αλαφροπερπάτημά τους, το νερό να μεταγγίζεται με τη βραδύτητα που η ακατέργαστη αίσθηση της αιωνιότητας επέτρεπε, ο κήπος να ανασαίνει βαθειά σαν μια ξαφνική μπόρα άνοιξης να πέρασε από πάνω του. και αναπλάθαμε ανάκατα με τα όνειρά μας το φτερούγισμά τους, το αλαφροπάτημά τους στο σπιτικό μας.

κι' έλεγαν πως δεν έπρεπε να βγούμε έξω γιατί ο κήπος μας για μια νύχτα γινόταν το άβατο αυτών των επισκεπτών. δεν θέλουν να φανερώνεται η δωρεά τους μας έλεγε η μάνα. και το άλλο πρωί, σαν το πρώτο κοτσύφι έπιανε το τραγούδι του, εμείς γεμάτοι περιέργεια σκαρίζαμε στην αυλή και τον κήπο, πασχίζοντας να αιχμαλωτίσουμε την αλλόκοτη φρεσκάδα που άφησε τούτη η ξεχωριστή νύχτα. ΄ 

αιώνια η προσμονή αυτής της ευλογημένης νύχτας, λαχτάρα φουντωμένη από την αναμονή  η έλευση αυτού του πρωϊνού. θησαύρισμα καιρών που η βεβαιότητα μιας αιωνιότητας έχτιζε τις ψυχές μας. τότε που η αθωότητα περιφρονούσε το θάνατο.

Τρίτη 3 Ιουνίου 2014

αυτός ο κόσμος δεν θα χαθεί ποτέ


"η συλλογική κουζίνα της τετάρτης του αυτόνομου στεκιού" 
με τις καθαρίστριες του υπουργείου οικονομικών (30 μάη 2014)

όλο και πιο συχνά έρχονται κείνες οι στιγμές που δεν μπορείς να μη λυγίσεις μπροστά στο μεγαλείο κάποιων ανθρώπων που τυχαίνει να συναντάς στις γωνίες της ζωής. εκεί, όπου το φώς είναι φώς και το σκοτάδι σκοτάδι. όπου όλα είναι απλά η αλήθεια. τους συναντάς ξεγυμνωμένους και δεν μπορείς παρά να πετάξεις και σύ από πάνω σου ό,τι φοράς, όποια μάσκα λογικής, ψυχραιμίας, επίπλαστης αισιοδοξίας.

υποκλίνεσαι, γονατίζεις. άλλοτε μπροστά στο σταυρό που κουβαλάν κι άλλοτε μπροστά στο αγκάθινο στεφάνι που στολίζει τα μαλλιά τους. και τότε είναι που κάθε σκέψη λακίζει μακρυά, κάθε λόγος εκπίπτει. και μιλούν μόνο τα τρεμάμενα χέρια και τα μάτια. σε 'κείνη τη διάλεκτο που νοιώθεις ότι την κατέχεις περισσότερο από κάθε άλλη. όπως κατέχει η μάνα τη διάλεκτο του πλάσματος που θρέφει στα σπλάνχα της.

κι' έτσι είτε στο σταυρό τους προσκυνάς, είτε στ' αγκάθινο στεφάνι τους είναι ένα και το αυτό. νοιώθεις πως σκιρτά η ζωή. κι' ανακαλύπτεις ξαφνικά πως η ζωή είναι αλλού. κοιτάς να γραπωθείς από κάτι, που έως και πριν λίγο έμοιαζε φανταστικό, για να σωθείς. δρασκελάς σ' έναν άλλο κόσμο, σαν δρασκελάς από τις σκάλες για να σωθείς από το σεισμό. πέφτεις στο ποτάμι για να σωθείς από τη φωτιά που επελαύνει κατά πάνω σου. και τότε τ' ανταμώματα αυτών των ανθρώπων γίνονται οι κορμοί των δέντρων που το ποτάμι παρέσυρε. γίνονται οι βάρκες που θα σε βγάλουν στο ξέφωτο. και δένεσαι πάνω τους σφιχτά, τους αγκαλιάζεις γιατί ξέρεις πια καλά πως μόνο έτσι θα σωθείς.

δόστε μου τώρα όποιον ορισμό θέλετε γι' αυτό το αναθεματισμένο δίπολο της ελεημοσύνης, της φιλανθρωπίας. γιατί στον κόσμο που πνίγεται καθημερινά, βουλιάζουμε όλοι μαζί, σταυρωνόμαστε όλοι μαζί και όλοι μαζί τοιμάζουμε την ανάσταση. κι' όπου χθές κλάμα, σήμερα χαρά και πάλι κλάμα. έτσι που η ευθανασία μας βαλσαμώνεται με τα πιο αγνά υλικά, η ζωή γεύεται το χειμώνα και το καλοκαίρι, την ελπίδα και τον μαρασμό με την ίδια πάντα  προσδοκία. συντελείται ένα άδολο μοίρασμα χωρίς διακρίσεις και bonus, χωρίς προτεραιότητες και υποσημειώσεις. και το μέλλον αναπηδά από το σκοτεινό του βυθού μας σαν ξωτικό μπρος στα μάτια μας.

όχι, δεν θα θα υπάρχουν για πάντα οι φτωχοί, οι λειψοί, οι απαίδευτοι, οι ανήμποροι, οι ανίκανοι για τα μεγάλα. αυτοί που δεν είναι πλασμένοι από ουρανό αλλά τον ουρανό αποζητούν. σε αυτή τη μοιρασιά δεν διανέμεται κάποιο πλεόνασμα εκμετάλλευσης, κάποιος στόχος άδικων προσδοκιών και υστερόβουλων επενδύσεων, αλλά ο κοινός μόχθος. δεν υπάρχουν ευεργέτες και ευεργετούμενοι, είμαστε όλοι φανοστάτες του μέλλοντός μας.

αφορμή για τις σκέψεις αυτές oι καθημερινές εικόνες από το χώρο των αλληλέγγυων κινημάτων. στιγμιότυπα αληθινής ζωής, της ζωής που είχαμε όντας παιδιά και αγέννητοι, αλλά χάσαμε και την αποζητάμε. και αφού η ιστορία του καθενός μας έρχεται από πολύ μακρυά, μακρύ πρέπει νάναι και το ταξίδι μας.

*****

η χαρά των παιδιών του ξενώνα σαν γεύονταν τις αραβικές πίτες της Έλλης και της Αφροδίτης, τα τρεμάμενα χέρια της κυρίας Αντιγόνης πούφερε τις προάλλες τη σακούλα με τα φάρμακα του χαμένου από το θεριό συντρόφου της, τα δακρυσμένα μάτια χθές του κυρ Νίκου που καρτερούσε να πάρει τα τρόφιμα της αλληλεγγύης, η βεβαιότητα, σαν εικόνα σκαλισμένη από αιώνες πάνω στην πέτρα, στα πρόσωπα των καθαριστριών του υπουργείου οικονομικών - η βεβαιότητα πως ο κόσμος τούτος δεν θα χαθεί ποτέ - είναι η γενναιόδωρη ανταμοιβή στη συν-Ύπαρξη. είναι η κοινή μας φύτρα.