ευχές που γράφτηκανευχές που ειπώθηκαν με τα μάτιαευχέςπου τραγουδήθηκανευχές που αγκάλιασαν το σώμαευχές που έθρεψαν τα όνειραευχές που λαβώθηκαν στο ταξίδιευχές που δεν έφτασαν ποτέευχές που δεν παραδόθηκανευχές που αγνοήθηκανευχές που έμειναν στα αζήτηταευχές που λοιδωρήθηκανκι' αυτές που λησμονήθηκανευχές που ταξίδεψαν χωρίς προορισμόκι' αυτές που πέταξαν στον ουρανόκαι οι άλλεςπου σπάρθηκαν στη γήευχές που ξέβαψαν πάνω στο χαρτίκι' αυτές που δεν χώρεσαν στο χαρτίευχές που που δεν απόχτησαν φωνήκι' οι άλλες που δεν βρήκαν τις λέξειςκι' αυτές που μάτωσαν το σώμαμα κι' αυτές που πάγωσαν την ψυχή.
...ας γίνουν όλες μαζί ΜΙΑειπωθούν-δεν ειπωθούν, γραφτούν-δεν γραφτούν,φτάσουν-δεν φτάσουν, γλυκάνουν ή πικράνουν.
κρυφά διαβάζω τους ποιητές. όρθιος στα βιβλιοπωλεία, με σκυμμένο κεφάλι στους δρόμους της πόλης, απόξενος στα πάρκα, έγκλειστος στο σπίτι. αδηφάγος μπροστά στον υπολογιστή, τρυπώνοντας κρυφά στα κιτάπια τους. μια ματιά στα πεταχτά να μαγευτώ και να ταξιδέψω.
να μετρήσω το μπόϊ τους, να αντιγράψω το σενάριο της ζωής τους. ποιητές της σιωπηλής νύχτας, της ροδαυγής και του πένθιμου δειλινού. ποιητές της ζωής που άλλοι απώθησαν το ευ και το δυς της τύχης και άλλοι εξορίστηκαν από παραδείσους γυναικείων οραμάτων και μητρικών ευχών.
και δεν ξέρω ακόμη πόση δυστυχία υπάρχει στον κόσμο, πόση ευτυχία λείπει από τον καθένα μας. κι' αυτοί που ξέρουν δεν θα μιλήσουν ποτέ. μόνο σιωπή σαν ανταπόδοση της ανοχής και της αδιαφορίας μας.
δεν ξέρω και γιατί υπάρχει αυτή η δυστυχία, κάποτε ήξερα, ή νόμιζα πως ήξερα. μέχρι που γκρεμίστηκαν όλες οι βεβαιότητες που είχα για τα κενά του κόσμου. βεβαιότητες ατροφικές πια που δεν ερμηνεύουν τίποτε.
το μόνο που ίσως να μάθω είναι το πως μετριέται το ευ και το δυς της ζωής. μπορώ να το μάθω μετρώντας το δικό μου μπόϊ.
ακούω και ξανακούω τον Ακροβάτη και στις τελευταίες λεξούλες του τραγουδιού
μην κλαις, πουλί μου, μην κλαις, πουλί μου
δακρύζω μαζί με τις λέξεις. και λέω κάτι πρέπει να κάνω.
με τον δικό της τρόπο το προστάζει και η γάτα του σπιτιού. που στέκεται ώρες και ώρες αμήχανη, έχοντας ενσωματώσει όλες τις απώλειες του κόσμου. και με κοιτά επίμονα, ξέροντας ότι θα ζήσει και μετά από μένα. παίζει με τα φουσκωμένα μπαλόνια κι αυτά σκάνε στα μούτρα της. τρομάζει για λίγο κι ύστερα, μασώντας το πλαστικό απομεινάρι, εκδικείται το φόβο.
αυτή θα ζήσει και χωρίς τα μπαλόνια γιατί θα ζεί και μετά από μένα. μα δεν θέλω να το σκέφτομαι ούτε να διώξω το ζώο από το σπίτι. ισορροπώντας ανάμεσα σε δυό αλήθειες προσπαθώ να πνίξω τη μια, να θολώσω το περίγραμμά της άλλης. μα η ζωή μετριέται με τα μπαλόνια που σκάνε και όχι με αυτά που μαραζώνουν.
και όταν σημώνουν τα άγρια μεσάνυχτα, ξοφλώντας τη μέρα που έφυγε με ένα αχ, πλάθω το ζυμάρι της νέας μέρας. το συν για να πάμε παρακάτω. για να μη μάς έχει του χεριού της η ερημιά. το συν αντί για τα ευ και τα δυς της Ζωής Μας.
κάτι πρέπει να κάνω να βγάλω έστω ένα ουρλιαχτό να τρομάξει ο φόβος.