Sandro Botticelli: Η Γέννηση της Αφροδίτης 1486
Ποιός μπορεί να γνώριζε και ποιός μπορεί να είδε,
ο κόσμος π’ αντικρίζουμε πούθε άραγε να ήρθε;
Η Αγάπη από τον Έρωτα καυχιότανε πως βγήκε,
τον Έρωτα, ποιά γέννησε, κανείς ποτέ δεν είπε.
Μαντινάδα (Ουπανισάδ) των Ινδουϊστών
Η Ιστάρ (η Εστάρτη ή Αστάρτη των Φοινίκων, Ινίνα ή Βααλίς των Σουμερίων, η Αστορέχ ή Ασταρώθ και κατ’ άλλους η Εσθήρ των Ιουδαίων (1), η Ίσιδα των Αιγυπτίων, η Αφροδίτη των Κυπρίων αρχικά και των Ελλήνων στη συνέχεια) λατρεύτηκε ως πρωθιέρεια από τους Βαβυλωνίους και τους Ασσυρίους. Ήταν θεά της γονιμότητας, του έρωτα και της γυναικείας χάρης. Οι Έλληνες την ταύτιζαν με τη ουράνια θεά Αφροδίτη καθώς και με την Ήρα και τη Σελήνη. Σε κάθε σημιτικό λαό είχε και διαφορετικό όνομα: Ασταρώθ, Αθάρ, Ιστάρ, Ινίνα, Βααλίς κ.ά. Πίστευαν ότι είναι κόρη της Σελήνης και αδερφή τού Ηλίου (Βάαλ) και τής θεάς τού Άδη Ερεσκιγκάλ. Με το όνομα Ασταρώθ είναι γνωστή η αρχαία πόλη που είναι γνωστή σήμερα με το όνομα Τελλ Αστάρα στην περιοχή της θάλασσας της Γαλιλαίας.
***
Will Durant, Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού*
Τόμος Α! - Βαβυλωνία-Οι μύθοι της Δημιουργίας και του Κατακλυσμού
Απόσπασμα
Ο ωραιότερος μύθος τής βλαστήσεως είναι ο μύθος τής Ιστάρ και τού Ταμούζ. Κατά τήν εκδοχήν τών Βαβυλωνίων είναι άλλοτε ο εραστής της Ιστάρ και άλλοτε ο αδελφός ή ο υιός της. Και αι δύο εκδοχαί επέρασαν αργότερα εις τούς μύθους της Αφροδίτης και τού Αδώνιδος, τής Δήμητρας και τής Περσεφόνης και εις πολυάριθμους ακόμη μύθους θανάτου καί αναστάσεως. Ο Ταμούς υιός τού μεγάλου θεού Έα (τού Αν κατά τούς Σουμερίους), ήτο βοσκός και εφύλασε τό ποίμνιόν του κάτω από ένα τεράστιο δένδρον, πού ωνομάζετο Ερίντα (2) και πού εσκέπαζε με τήν σκιάν του ολόκληρον τήν γήν. Η Ιστάρ τόν ερωτεύθη και τόν εδιάλεξε ως σύντροφον τής νεότητάς της. Αλλά ο Ταμούζ εφονεύθη από έναν κάπρον καί, όπως όλοι οι νεαροί, έπρεπε να κατέβει εις τό σκοτεινόν υπόγειον βασίλειον, τό οποίον οι Έλληνες ωνόμαζον Άδην κι οι Βαβυλώνιοι Αραλού, καί όπου εβασίλευεν η ζηλότυπος αδελφή τής Ιστάρ, η Ερεσκιγκάλ. Η απαρηγόρητος Ιστάρ αποφασίζει να κατέλθει εις τήν Αραλού διά νά φέρει πίσω τόν Ταμούζ, και αφού τόν λούση εις μίαν πηγήν, πού θεραπεύει τάς πληγάς, να τού δώση πάλιν τήν ζωήν. Και νά την εντός ολίγου εις τήν θύραν του Άδου με τήν επιβλητικήν της ομορφιάν να παρακαλή να τήν αφήσουν νά εισέλθη.
Αι επιγραφαί μας μαρτυρούν τήν σκηνήν μέ πραγματικήν δύναμιν:
Όταν τό άκουσε αυτό η Ερεσκιγκάλ
άρχισε νά τρέμη σά να τήν χτύπησαν μέ φοίνικα.
Τινάχτηκε σά να τήν είχαν χτυπήσει μέ καλάμι.
Ποιός λοιπόν τρόμαξε τήν καρδιάν της;
Ποιός τάραξε τό σηκώτι της ;
Αυτή λοιπόν θάρθη νά κατοικήσει μαζί μου ;
Κλαίω γιά τίς γυναίκες πού άφησαν τούς άνδρες τους,
Κλαίω γιά τίς γυναίκες
πού τίς άρπαξαν απ’ τα χέρια τών ανδρών τους,
Γιά τούς μικρούς νεκρούς πού πέθαναν πρόωρα.
Τρέξε φύλακα τής πύλης, άνοιξέ της τήν πόρτα.
Καί να τής φερθής όπως ορίζει ο αρχαίος νόμος.
Ο αρχαίος αυτός νόμος προέβλεπε ότι κανείς δέν μπορούσε νά εισδύσει εις τήν Αραλού, εάν δέν ήτο τελείως γυμνός. Έπρεπε λοιπόν εις κάθε πύλην, από τήν οποίαν θά επερνούσε η Ιστάρ, ο φύλαξ νά τής βγάζη ένα από τά ενδύματά της ή τά κοσμήματά της. Πρώτα τό στέμμα της, ύστερα τά σκουλαρίκια, τό περιδέραιον, τό κόσμημα πού εστόλιζε τό στήθος της, τήν ζώνην με τά πολύτιμα πετράδια, τά βραχιόλια πού φορούσε εις τά πόδια καί τά χέρια της καί τέλος τό ύφασμα πού τής εσκέπαζε τούς γοφούς. Και η Ιστάρ, αν καί διεμαρτύρετο με χάριν, συγκατετέθη εις όλα.
Αλλά όταν η Ιστάρ κατέβηκε κάτω από τήν γήν, απ’ όπου κανείς δέν ξαναγυρίζει, η Ερεσκιγκάλ τήν είδε καί θύμωσε. Χωρίς νά φυλαχθή η Ιστάρ πήγε κοντά της. Η Ερεσκιγκάλ άνοιξε τότε τό στόμα της καί είπε στόν Ναμπάρ τόν αγγελιοφόρο της.
Τρέξε, φυλάκισέ την στό παλάτι μου,
στείλε της τίς εξήντα αρρώστειες.
Τήν αρρώστεια τών ματιών για τά μάτια της
Τήν αρρώστεια τών πλευρών για τά πλευρά της
Τήν αρρώστεια τών ποδιών για τά πόδια της
Τήν αρρώστεια τής καρδιάς για τήν καρδιά της
Τήν αρρώστεια τού κεφαλιού για τό κεφάλι της
καί όλες τίς άλλες γιά κάθε μέλος τού κορμιού της (3).
Ενώ η Ιστάρ εκρατείτο εις τόν Άδην, η γή πού έχασε τήν πνοήν τής παρουσίας της, εξέχασε τάς τέχνας καί τόν έρωτα. Τό φυτόν δέν γονιμοποιεί πλέον τό άλλο φυτόν, η βλάστησις μαραίνεται, τό ζώον δέν νοιώθει πλέον καμμιάν ζωτικότητα καί ό άνθρωπος καμμίαν συγκίνησιν.
Αφ’ ότου η Ιστάρ κατέβηκε μέσα στή γή
απ’ όπου κανείς δέν ξαναγυρίζει,
ο ταύρος δέν ανέβηκε απάνω στήν αγελάδα,
ο γάϊδαρος δέν πήγαινε πιά κοντά στό ταίρι του,
καί τήν κοπέλλα κανένας άνδρας δέν τήν πλησίαζε στό δρόμο.
Ο άνδρας κοιμόταν στό κρεββάτι του,
κι’ από κάτω η γυναίκα κοιμόταν μόνη της.
Ο πληθυσμός αρχίζει νά ελαττώνεται καί οι θεοί ανησυχούν σοβαρώς διά τήν μείωσιν τού αριθμού τών θυσιών, πού τούς προσέφερεν η γή. Πανικόβλητοι διατάσουν τήν Ερεσκιγκάλ νά ελευθερώση τήν αιχμάλωτόν της. Αυτή πειθαρχεί αλλά η Ιστάρ αρνείται νά επιστρέψη εις τήν γήν, εάν δέν τής επιτρέψουν να πάρη μαζί της τόν Ταμούζ. Εν τέλει νικά, περνά διαδοχικώς από τάς επτά πύλας και λαμβάνει εις τήν πρώτην τό ύφασμα πού τής σκεπάζει τούς γοφούς, έπειτα τά βραχιόλια, τήν ζώνην της, τό κόομημα πού φορούσε εις τό στήθος, τό περιδέραιόν της, τά σκουλαρίκια της και τέλος, τό στέμμα της.
Μόλις ανήλθεν εις τήν γήν, αμέσως τά φυτά άρχισαν να βλαστάνουν και ν’ ανθίζουν, τό έδαφος νά παράγη τροφήν καί κάθε ζώον άρχισε πάλιν τό έργον της αναπαραγωγής. Ο Έρως ισχυρότερος τού θανάτου επανήλθεν εις τόν θρόνον του διά νά κυβερνήση θεούς καί ανθρώπους. Διά τόν σύγχρονον άνθρωπον βεβαίως είναι ένας πολύ ωραίος μύθος πού συμβολίζει μέ θελκτικόν τρόπον τόν ετήσιον θάνατον και τήν ανάστασιν τής γής, τής παντοδυνάμου εκείνης Αφροδίτης πού ετραγούδησε με θαυμασίους στίχους ο Λουκρήτιος (4), διά τούς Βαβυλωνίους όμως ήτο μία ιερά ιστορία εις τήν οποίαν επίστευον μέ θρησκευτικήν ευλάβειαν.
παραπομπές
(1) Εσθήρ η βασίλισσα των Περσών, η Γενναία σε δύσκολους καιρούς.
πηγή:
(2) Το όνομα του δένδρου δόθηκε μετά από αιώνες στην αρχαία μεγαλόπολη Εριντού (Eridu), που ευρίσκετο στις εκβολές των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη. Σύμφωνα με τους ερευνητές εκεί αναπτύχθηκε ο πρώτος πολιτισμός της ανθρωπότητας (ο πολιτισμός των Σουμερίων πριν 7.000 χρόνια).
(3) Ίσως ο υμνογράφος είκοσι τρείς αιώνες μετά να είχε υπόψη του αυτό το νήμα του μύθου και να μας το υπενθυμίσει με τους παρακάτω στίχους.
Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός, ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε, τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή, ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα, αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα, τὸ στόμα τὴν ἐν ὄξει κερασθεῖσαν χολὴν τῇ γεύσει, τὰ ὦτα τὰς δυσσεβεῖς βλασφημίας. Ὁ νῶτος τὴν φραγγέλωσιν, καὶ ἡ χεὶρ τὸν κάλαμον, αἱ τοῦ ὅλου σώματος ἐκτάσεις ἐν τῷ σταυρῷ, τὰ ἄρθρα τοὺς ἥλους, καὶ ἡ πλευρὰ τὴν λόγχην. Ὁ παθὼν ὑπὲρ ἡμῶν, καὶ παθῶν ἐλευθερώσας ἡμᾶς. Ὁ συγκαταβὰς ἡμῖν φιλανθρωπίᾳ, καὶ ἀνυψώσας ἡμᾶς, παντοδύναμε Σωτήρ, ἐλέησον ἡμᾶς.
Ιωάννη Δαμασκηνού, Στιχηρόν τῶν Αἴνων τοῦ Ὄρθρου τῆς Μ. Παρασκευῆς
(4) Λουκρήτιος - Ύμνος στην Αφροδίτη
Μητέρα της γενιάς του Αινεία, θεών και ανθρώπων ηδονή, πάνσεπτη Αφροδίτη, κάτω από το θόλο του ουρανού όπου γλιστρούνε τ' άστρα εσύ δίνεις ζωή στη θάλασσα που πλέουν τα καράβια και στην καρπερή τη γη, χάρη σ' εσένα κάθε πλάσμα ζωντανό γεννιέται κι αντικρίζει το φως του ήλιου· μόλις φανείς εσύ, θεά, σκορπίζονται οι άνεμοι και τ' ουρανού τα νέφη, με τ' άγγιγμα σου η τεχνήτρα γη βγάζει τα ευωδιαστά λουλούδια, για σένα χαμογελούν τα πέλαγα και λάμπει γαληνεμένος ο ουρανός, στο φως πλημμυρισμένος. Σαν προβάλει ανοιξιάτικη η μέρα και λεύτερη πια φυσήξει η ζωογόνα αύρα του Ζέφυρου, εσένα πρώτα, θεά, υμνούνε τα πουλιά και διαλαλούν τον ερχομό σου, ανάστατα από τη δύναμή σου. Τότε σκιρτούν τ' άγρια κοπάδια πέρα στα καταπράσινα λιβάδια και διαβαίνουν ποτάμια ορμητικά· αιχμάλωτα της σαγήνης σου σ' ακολουθούν όλα με πόθο, όπου κι όπως εσύ κινάς να τα οδηγήσεις. Στα πέλαγα και στα βουνά, στα ορμητικά ποτάμια, στις φυλλωσιές όπου φωλιάζουν τα πουλιά και στους χλοερούς τους κάμπους, εσύ ανάβεις στα στήθη όλων τον γλυκό έρωτα κι όλα τα όντα κάνεις να ποθούν να διαιωνίσουν τη γενιά τους. Κι αφού μόνη εσύ ορίζεις τη φύση των όντων και χωρίς εσένα τίποτε δεν έρχεται ν' αναδυθεί στις όχθες του θεϊκού φωτός και τίποτε πρόσχαρο και θελκτικό δε γεννιέται, εσένα λοιπόν ποθώ να έχω σύντροφό μου στη γραφή των στίχων που βάλθηκα να συνθέσω για τη Φύση των Πραγμάτων, για χάρη του Μεμμιάδη μας, που εσύ, θεά, ευδόκησες να τον προικίσεις με όλες τις χάρες, για να ξεχωρίζει στους αιώνες. Δώσε θεά στα λόγια μου αιώνια ομορφιά και κάνε να καταλαγιάσουν τα άγρια έργα του πολέμου στα πέλαγα και σ' όλες τις στεριές. Γιατί μόνο εσύ μπορείς να δώσεις στους θνητούς χαρά με μια γαλήνια ειρήνη, αφού ο Άρης, ο άρχοντας των όπλων, που ορίζει τα άγρια έργα του πολέμου, στην αγκαλιά σου βυθίζεται κάθε τόσο νικημένος απ' την αγιάτρευτη πληγή του έρωτα, σ' εσένα το βλέμμα του υψώνει και παραδομένος σε θωρεί γέρνοντας πίσω τον όμορφο λαιμό του· μ' έρωτα τρέφει τ' αχόρταγά του μάτια κι από τα χείλη σου κρέμεται η ανάσα του. Γείρε θεά, κι όπως πλαγιάζει σκέπασ' τον με το ιερό κορμί σου, κι άφησ' από τα χείλη σου να βγουν γλυκά λογάκια και ζήτα, τρισένδοξη εσύ, ειρήνη αδιατάραχτη για τους Ρωμαίους. Γιατί σ' αυτούς τους χαλεπούς για την πατρίδα χρόνους, ούτε εγώ μπορώ με αμέριμνο νου στο έργο μου ν' αφοσιωθώ, ούτε ο ξακουστός γόνος των Μέμμιων, σε τέτοιες συνθήκες να λείψει από τη δράση για το κοινό καλό.
* Εκδόσεις Αφοί Συρόπουλοι-Κ. Κουμουνδουρέας Ο.Ε.
Μετάφραση: Ανδρ. Φραγκιάς
Πρόλογος-επιμέλεια: Σπ. Μαρινάτος
Αθήνα 1965
Χρήσιμες παραπομπές:
Μεσοποταμία το Λίκνο του Πολιτισμού
Σημείωση: Στα αποσπάσματα των κειμένων διατηρήθηκε η γραμματική των πρωτοτύπων