Κυριακή 7 Ιουλίου 2019

...και έσται η εσχάτη ήττα χείρων της πρώτης

....Κι έμαθα πώς συρρικνώνονται τα πρόσωπα
Πώς ο τρόμος ελλοχεύει κάτω από τις βλεφαρίδες
Και πώς η οδύνη γράφει με σφηνοειδείς χαρακτήρες
.....
(Άννα Αχμάτοβα)

δεν  έτυχε ποτέ να βρίσκομαι στη μεριά των νικητών. ακόμη και να μοιραστώ λίγη από την αφελή νίκη των κατά καιρούς συνοδοιπόρων μου. η μοιρασιά θέλει όνομα και 'γώ προτιμώ την ανωνυμία και τη λησμοσύνη της θαλπωρής μιας στέγης. ακόμη και τις φορές που φάνηκε πως με προσέγγισε η εύνοια της ιστορίας, απομακρυνόμουν. ίσως να φταίνε οι φόβοι μου, ίσως οι φόβοι των άλλων να διαλύσουν τους δικούς μου.

και βλέπω τούτες τις ώρες πως ό,τι φοβόμουν οσονούπω καταφθάνει.

οι νίκες μου δεν διέθεταν παρόν. και αυτό που δεν έζησα ήταν η πρώτη μου ήττα. κι ήλθε και ο καιρός η αιώνια πλάνη να δώσει τη θέση της στην εσχάτη και μεγαλειώδη ήττα μου. μ' αυτήν αγκαλιασμένος θα φύγω χωρίς να γνωρίζω για το πού.

κάποιος έπρεπε να έχει πει τα πράγματα με το ονομά τους: ότι η εμπάθεια σπέρνει μίσος και το μίσος σκοτώνει τη ζωή.  και όποιου δεν συγχωρείς τις αδυναμίες και τα λάθη του, αυτός παίρνει των ομματιών του για το πουθενά. στις αποσκευές του τα λάθη του και το κρίμα της μοναχικότητάς του.

κι αν είναι ασυγχώρητος είναι γιατί δεν είπε τα πράγματα με το όνομά τους, για κανέναν άλλο λόγο.
...
από καρπού των έργων Σου, χορτασθήσεται η γή.

διατήρησα το δικαίωμα να επαίρομαι για την εντιμότητά μου χωρίς να το ασκήσω ποτέ. για την αλήθεια των λέξεών μου. γι' αυτές τις λίγες λέξεις που γνώριζα. αυτές που μιλούσαν για τα έργα των χειρών μου, για τα κουρασμένα μου βήματα, για την αλμύρα του προσώπου μου, για το γερμένο κορμί μου.
***
μην ψάχνετε για αναλογίες. άλλωστε τα ρολόγια μου ήταν πάντα ξεκούρδιστα και η καμπάνα μου σιωπηλή.  όμως θα σας πώ ότι φοβόμουν την εμπάθειά σας. και τις ύβρεις σας και τα ψέματά σας. και προτίμησα να μην σας ακολουθήσω. για την ακρίβεια ποτέ δεν σας ακολούθησα.

φύγατε. και επαίρεσθε για την εντιμότητά σας, για το ό,τι αποποιηθήκατε τις καρέκλες. Ξέρατε πολύ καλά ότι στις επερχόμενη αναμέτρηση εκείνου του φθινοπώρου δεν σας περίμενε κανένα βολικό μετερίζι. κι έτσι έγινε και ξανάγινε. και σήμερα ξαναγίνετα:  

δύο εποχές έχουν οι αναμνήσεις
την πριν την ελπίδα
και την μετά

ένα σκιτσάκι έτσι για το γαμώτο.

ο χρήσιμος ηλίθιος της εξουσίας

Κυριακή 12 Μαΐου 2019

Η Μάνα

"αγάπα να θυμάσαι. 
τίποτα δεν έχει ζωή αν δεν ακουμπάει στις μνήμες"

είχε πεί μια φορά η μάνα. και από τότε αγάπησα τούτο το διήγημα.

Πλάγιασα εκείνη τη νύχτα-φοβερή νύχτα του Δεκέμβρη-μέσα σ’ ένα ανεμόμυλο του Τρουμπέ. Πλάγιασα, μα δεν κοιμήθηκα. Ο δρόλαπας έξω σάρωνε απ’ άκρη σ’ άκρη τον Κάμπο κι έκανε τους δρόμους αδιάβατους. Χίλιες φωνές και μύριοι χτύποι άλλαζαν στο λεφτό. Μόλις ξεθύμαινε το αστραπόβροντο, άρχιζε ο βόγκος του ανέμου κι έπειτα των κεραμιδιών ο θρή­νος και των δέντρων ο δαρμός. Και στο αναμεταξύ πηδούσε άξαφνα αιματοπήχτρα η φωνή της κουκουβά­γιας, και κείνη πλάκωνε ανάρια ανάρια η κλαγγή της καμπάνας. Κατά τη χαραυγή όμως ησύχασαν τα πάντα και όταν σηκώθηκα, ήβρα το μυλωνά στον προσηλιακό, κοντά στη σταχτερή γάτα του, να μπαλώνει ένα τρυπημένο σακί.

– Καλή νυχτιά κι απόψε ε; του είπα μόλις τον καλημέρισα.
– Θαρρείς πως μια γυναίκα θα ’κανε λιγότερο, αν της άρπαζαν το παιδί; με ρώτησε κείνος, κοιτάζον­τας περίεργα.

Τον κοίταξα και γω περίεργα, χωρίς να καταλαβαίνω τι έχει να κάμει μια νύχτ’ αγριεμένη με μια γυναίκα που της αρπάζουν το παιδί. Μα ο Γιαννάκης Ξηνταράς, ο μυλωνάς, βρέθηκε πρόθυμος να μου αποδείξει πως έχει και παραέχει και μου διηγήθηκε την ακόλουθη ιστορία:

– Κοίτα δεξιά τους βράχους του Σανταμερού· κοίτα και ζερβά το κάστρο του Χλεμούτσι. Και τα δυο κάστρα τα έχουν χρόνους τώρα και καιρούς δυο νεράι­δες αδερφάδες. Μα κι οι δυο τους είχαν μια χαρά και μια λύπη. Εκείνη που πήρε το Χλιμούτσι χαιρότανε γιατ’ ήταν όμορφη και λυπόταν γιατί δεν είχε παιδιά.

Η άλλη που πήρε το Σανταμέρι λυπόταν γιατ’ ήταν άσκημη και χαιρόταν γιατ’ είχε παιδιά. Τα παιδιά, βλέπεις, είναι η μοναχή ευτυχία στα σπίτι. Όταν τα έβλεπε, το ένα να κυλιέται στο πάτωμα, τ’ άλλο να πηδά και να γελάει χωρίς αίτια, το άλλο να θέλει με το καλάμι να φτάσει το Θεό, λησμονούσε την ασκημιά της και όλα. Αν τηραζότανε καμιά φορά στον καθρέ­φτη κι έβλεπε το σύζαρο πρόσωπό της, τραβιότανε πίσω κι έλεγε χαμογελώντας:

– Τα νιάτα μου τα ’δωκα στα παιδιά μου.

Κι αλήθεια είχε πέντε σερνικά όμορφα σαν αχτίνες. Είχε κι ένα κοριτσάκι ίδια η Πεντάμορφη!

Μα η άλλη νεράιδα, που είχε το Χλιμούτσι, τι να ειπεί και πώς να παρηγορηθεί! Τι κι αν ήταν γαλανομάτα κι όμορφη; Τι κι αν έδινε το βιος της για να την κάμει ταίρι ο Αράπης της Αυλακιάς; Τι κι αν τα Ξωτικά του Λίντζη χαλούσανε τον κόσμο με τα ταμπουρλονιάκαρα, την ομορφιά της τραγουδών­τας. Όταν θυμόταν – και τα θυμόταν κάθε λίγο και λιγάκι, η δόλια! – πως ήταν μοναχή, καταμόναχη, στο κάστρο της· πως οι αυλές κι οι πόρτες και τα δώματα έμεναν έρημα, βουβά, ανατριχίλα την έπιανε κι έπεφτε του θανατά. Κι όλο έκλαιε, έκλαιε. Γιατί τάχα και κείνη να μην έχει ένα παιδί; Γιατί Θε μου, γιατί διάτανε! να μην έχει ένα παιδάκι, μικρό, παχουλό, ροδοκόκκινο παιδάκι, να κλώθει τα σγουρά του μαλλιά με τα δάχτυλά της, να δένει στο λαιμό της τα μικρά χεράκια του, να γελάει με το αθώο του γέλιο, να παίζ’ η γλωσσίτσα του λέγοντας αδιάκοπα:

– Μάνα, μανούλα μου γλυκιά!…

Μια μέρα που πήγε στην αδερφή της και γνώρισε την ευτυχία που χαρίζουν τα παιδιά, κόντεψε να τρελαθεί από τη θλίψη της.

– Να σου ειπώ, καημένη, δε μου δίνεις και μένα ένα παιδάκι; της είπε με τα δάκρυα στα μάτια.
– Τι το θες:
– Να το ’χω συντροφιά. Γένουμε τόσο κακά μοναχή μου! Αρρωσταίνω.
– Ου καημένη! Δε δοξάζεις το Θεό, που σε φύλαξε από δαύτα!

Η άσκημη έκανε τάχα πως είναι βαργομισμένη από τα παιδιά.

– Πάρε όποιο θες· είπε τέλος στην αδερφή της. Έτσι κι έγινε. Όταν έφυγε το βράδυ, πήρε μαζί της και το καμάρι του Σανταμεριού, την όμορφη κόρη της άσκημης νεράιδας.

Πέρασαν μήνες και καιροί, μα ούτε την αδερφή ούτε την κόρη της είδε πια η άσκημη. Χάνει μια ημέρα την υπομονή, κινάει και πηγαίνει στο Χλιμού­τσι. Μα βρίσκει το κάστρο έρημο και βουβό, τις πόρτες μανταλωμένες, χορταριασμένα τα δώματα. Χτυπάει τις πόρτες, δέρνει τους τοίχους, φωνάζει, κλαίει, μα τίποτα. Η νεράιδα η όμορφη με την όμορφη κόρη παίζει μέσα και γελάει και κάνει πως δεν ακούει τη μάνα, τη θλιβερή μάνα, που χτυπιέτ’ έξω και δέρνεται για την κόρη της, για την ίδια της την ομορφιά!…

Ο γερο-Ξηνταράς έκοψε εδώ το λόγο του, έκλεισε άλλη μια τρύπα του σακιού του και με κοίταξε κατάματα. Βέβαια ο μυλωνάς κάπου ήθελε να καταντήσει· μα περίμενε πρώτα να τον παρακινήσω. Έτσι και τα βόδια γνωρίζουν τα τέλος του δρόμου τους, μα στέκονται κάθε τόσο προσμένοντας το κεντρί του ζευγολάτη.

-Έτσι; τον ρώτησα.
– Ναι, είπε· και ξακολούθησε αμέσως. Από τότε η άσκημη δεν έχασε την ελπίδα να πάρει πίσω την κόρη της.. Κάθε τόσο κινάει και πηγαίνει στο κάστρο. Μα πριν κινήσει στολίζεται με τα καλύτερα ρούχα της· βάνει τα λαμπρότερα διαμαντικά και παίρνει μαζί όλες τις δούλες και τις βάγιες της με βιολιά και λαγούτα. Και σαν κινήσει, όλα περίγυρα ψυχωμένα κι άψυχα αναγαλλιάζουν. Ο ουρανός λάμπει ασυνέφιαστος· η θάλασσα στέκει ακυμάτιστη· ο πλατύς κάμ­πος ανθίζει και μοσχοβολεί, όλα τα ζωντανά γλυκο-ζευγαρώνουν, πυρώνουν τα δεντρικά και στα χωριά ζεχειλίζε η χαρά, λες κι είναι Λαμπρή. Κι από το ένα βουνό ως το άλλο, φυσά στο διάβα της εν’ αεράκι, γεμάτο από μύριες αηδονόστομες λαλιές.

Μα όταν φτάσει στο κάστρο και το ιδεί σιδερομανταλωμένο κι άφωνο, παίρνει ολόγυρα τους πύργους κι αρχίζει με φωνή θλιμμένη και παρακαλεστική να ζητεί την κόρη, από την αδερφή της. Την ζητεί και της τάζει το Σανταμέρι με τους μεγεμένους κήπους και τ’ αεροκάμωτα παλάτια· με τις βρύσες τις δια­μαντένιες και τις μαργαριταρένιες σκάλες και τις ολό­χρυσες αυλές και τις ψηφιδωτές πόρτες και τους τοίχους τους σκαλιστούς. Και τέλος της τάζει να είναι κείνη κυρά κι αφέντρα ν’ αφεντεύει και τούτη να γίνει δούλα της να τη δουλεύει και πλύστρα της να την πλένει· να τρώει τ’ αποφάγια της, να πίνει τ’ απονιψίδια της, φτάνει να έχει μαζί την κόρη της τη χαϊδεμένη.

Τέτοια κι άλλα της τάζει. Μα κείνη κάνει πως δεν ακούει της αδερφής τα λόγια. Τότε απελπισμένη από την αδερφή γυρίζει γλυκομίλητη στην κόρη της και ­της τάζει. Της τάζει άντρα τής κάτω γης το γιο, διαμάντι το ρουμπίνι, που είναι τρανός και δυνατός σαν δράκος κι είν’ η γενιά του μεγάλη και πλατιά κι η μάνα του βαθύπλουτη και φοβερή.

Όμως από μέσα δεν απαντούν παρά τραγούδια κι όργανα, γέλια και χαρές, που μεγαλώνουν την οργή της. Και τότε αρχίζει να καταριέται τη σκύλα και παράνομη αδερφή. Τσαλαπατεί τα ρούχα και τα δια­μαντικά της, σκίζει με τα νύχια τα μάγουλα, ξεπλέκει τα μαλλιά της, σκούζει και ρυάζεται σαν ρύσος. Στηθοχτυπά τους τοίχους, γροθοκοπεί τις πόρτες, αδράζει με τα δόντια της τ’ αγκωνάρια, δέρνει και κλωτσά τ’ άψυχο χτίριο ώσπου πέφτει ξερνώντας αίμα και αφρούς. Οι δούλες τότε τη σηκώνουν να τη φέρουν στο Σανταμέρι. Μα στο γυρισμό της δεν είναι η χαρού­μενη μάνα, που πάει να πάρει το παιδί της. Είναι οργισμένη νεράιδα, δρόλαπας αρματωμένος με νερά και χαλάζι και σιφούνους. Η θάλασσα δέρνεται και βογκά σαν να νιώθει της μάνας τον καημό. Ο ουρανός σκοτεινιάζει θολώνουν τα τρεχούμενα νερά. Τα δεντρικά στρώνονται κοψομεσασμένα στο χώμα. Οι φοράδες απορρίχνουν και κακό θανατικό πλακώνει τα χωριά. Και απ’ άκρη σ’ άκρη του κάμπου φυσά ο δρόλαπας αγριεμένος, χιλιόχρονα ρουπάκια ξεριζώνει, χτίρια γκρεμίζει, ξυλοκεράμιδα συνεπαίρνει, βίσαλα και λιθάρια σαρώνει κι ακούεται στον άλλον κόσμο το κλάμα της.

Μωρέ! δεν είδα να μην έφαγε και τις φτερωτές του μύλου!…

Και ο Γιαννάκης Ξηνταράς, ο μυλωνάς, πήδησε από το κάθισμά του και πήγε να ιδεί μην έφαγε ο δρόλαπας τις φτερωτές του μύλου του.

Η Μάνα-Ανδρέα Καρκαβίτσα
"Άπαντα"-Εκδόσεις Εστία 1962

Σάββατο 4 Μαΐου 2019

ευτελώς αντι-πολιτευόμενοι

από την εικονογράφηση της "Σιδηράς διαθήκης"
υπό του Φρίξου Αριστέως

Το Φάντασμα ήνοιξεν σιγά το σκέπασμα του κιβωτίου και μου είπε:
-Κλέψε φράγκα εκατό
Επλησίασα και έκλεψα φράγκα εκατόν. 
Αλλά μόλις απεμακρύνθην ήκουσα οπίσω μου φωνάς να κραυγάζουν:
- Ο άτιμος ! ο άτιμος :
ετρόμαξα και επέταξα κάτω το κλεμμένον ποσόν.
Εγέλασε τότε το Φάντασμα και είπε:
-Πλησίασε τώρα και κλέψε εκατόν μυριάδας φράγκων.
Επλησίασα και έκλεψα μυριάδας εκατόν.
Και ήκουσα πάλιν τας ιδίας φωνάς γύρω μου, 
αλλά την φοράν αυτήν εκραύγαζον όλοι μαζί:
-Ο μεγάτιμος ! ο μεγάτιμος ! 

Πολύβιος Αρκάς (Πολύβιος Δημητρακόπουλος) : 
Η σιδηρά διαθήκη (1901)-εκδότης Ι. Σιδέρης

... και όπως τον Ζακχαίο (του Ευαγγελίου) όλοι τον θυμούνται γιατί ανέβηκε -κοντός καθώς ήταν- στη συκομουριά για να δεί και να τον δεί ο Χριστός και όχι γιατί έδινε τον μισό οβολό του στους φτωχούς, έτσι και τον κύριο Πολάκη θα τον θυμούνται για την ευτελή πολιτεία του και όχι για την όποια προσφορά του και την εν γένει πρότερη πολιτεία του.

Η οίηση της εξουσίας μπορεί να σε παρασύρει ως τον πάτο της γελοιότητας. Εκεί που η εξουσίες σ' έχουν ταμένο. Και καθώς τα στερνά καταπίνουν τα πρώτα, δεν καταγράφεσαι  παρά ως ένας παλιάτσος της.

από την εικονογράφηση της "Σιδηράς διαθήκης"
υπό του Φρίξου Αριστέως:
Το δέντρο της οιήσης και ο σαλίγκαρος 

Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο λαός που τον εμπιστεύθηκε δεν είχε ανάγκη από τις υπηρεσίες του τύπου ενός Κίμωνα Κουλούρη, ούτε ενός Γιώργου Κατσιφάρα, αλλά ούτε και ενός Μένιου Κουτσόγιωργα. Αλλοίμονο στους πολιτευόμενους που χαριεντίζονται με το ευτελές, αλλοίμονο και στους λαούς που δεν βάζουν στην καραντίνα τους υποτελείς της ευτέλειας.

Ο κύριος πρωθυπουργός δεν μπορεί να κρύβει κάτω από πανάκριβα χαλιά τον υφέρποντα φασισμό του υφυπουργού του. Αν σήμερα διστάζει ενώπιόν του, αύριο θα τον τυφλώνει το σκοτάδι του ολοκληρωτισμού του.  

Ο κύριος πρωθυπουργός γνωρίζει ότι η κυβέρνησή του διαθέτει αντίβαρα για κάθε πολλάκη, επομένως μπορεί να κρίνει τί πρέπει να πράξει, όσο και αν δεν του το επιτρέπει η άγνοια της ιστορίας. Στο κάτω-κάτω το οφείλει όχι στο κόμμα του, ούτε στους οπαδούς του. Το οφείλει -και το είχε υποσχεθεί- στην κοινωνία. 
Για να μην αναρωτιόμαστε αύριο ...
πού χάθηκε το ηθικόν πλεονέκτημα ;
ίνα τί οι άρχοντες ημών εμελέτων κενά ;

Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2019

Ο Μαύρος σκύλος της Βουλώνης

Η κατά τον Louis Depret διήγησις εν έτει 1898.


Εις την παραθαλασσίαν Βουλώνην υπάρχει εις μεγάλος σκύλλος μαύρος, ο οποίος όλην την ημέραν περιπλανάται ή αναπαύεται εις τον λιμένα. Μού είπον ότι ο κύριός του είνε βαρώνος τις Νορβηγός. Ο άνθρωπος ούτος αγνοεί ή περιφτονεί την φιλίαν. Αναχωρών, αφήκεν εις την Βουλώνην τον μεγάλον μαύρο σκύλλο του. Δύο έτη παρήλθον έκτοτε.

Επί δύο έτη ο μαύρος σκύλλος ενθυμείται.. Εάν δεν ελπίζει πλέον, τουλάχιστον περιμένει. Όλην την ημέραν αγρυπνεί υπομονετικός και θλιμμένος. 

Ακόμη και λερωμένον και λασπωμένον, καθημέραν τον χαϊδεύουν αι γαντοφορεμέναι χείρες των Αγγλίδων. Αι κόραι αύται του Βορρά θέλουν να επανορθώσουν την αδικίαν του ανδρός του Βορρά. λέγουν είς τον σκύλλον: αγαπητέ σκύλλε ! πτωχέ σκύλλε ! αλλά η ουρά του μένει ακίνητος εις σημείον θλίψεως.

Περιφρονεί και την βροχήν και την θερμότητα, και μόνον όταν μαύρον σημείον, μόλις ορατόν εις τα θαλασσινά δίοπτρα, διακρίνεται εις τον μακρινόν ορίζοντα, ο σκύλλος φρικιά…

Φθάνει με τρία πηδήματα εις τον φάρον, διασχίζει το πλήθος, ανορθούται, στηρίζει τους εμπροσθινούς του πόδας εις ύψος ανθρωπίνου αναστήματος και γαυγίζει προς το άπειρον. Οι μηκυθμοί των κυμάτων δεν τον φοβίζουν, οι άνεμοι των θαλασσών δεν δροσίζουν το πυρέσσον τρίχωμά του. Πίνει και τρώγει ολίγον, μόλις δια να μην αποθάνη προτού να επανίδη τον βαρώνον της Νορβηγίας.


Μόνον σημείον τι ατμοπλοίου τον κάμνει ν’ αναπηδά και να γρυλλίζει. το μεγαλείο των ιστιοφόρων δεν τον συγκινεί, ο μαύρος καπνός τον εξάπτει.

Το ατμόπλοιον εισέρχεται εις τον λιμένα. ο σκύλλος ανυπόμονος τρέχει, φθάνει εις την προκυμαίαν ανά μέσον των υπαλλήλων του τελωνείου, των χωροφυλάκων, των αδελφών, οίτινες περιμένουσι τους αδελφούς των, και φθάσας εκεί κινείται ζωηρώς. Πριν το ατμόπλοιον αγκυροβολήσει, είδεν όλους τους επιβάτεας, προτού καταβή τις.

Το ατμόπλοιον αυτό δεν έρχεται εκ Νορβηγίας… Πού λοιπόν πηγαίνουν οι βαρώνοι να κάμουν τα λουτρά των το έτος τούτο ;

Όσον διαρκεί η ημέρα ο μαύρος σκύλλος είνε ήσυχός. Αλλά όταν έρχεται η νύξ και δεν έχει πλέον ελπίδα μέχρι της επαύριον να ίδη καπνίζουσαν σκιάν, ανησυχεί, αγωνία κρυφή τον πιέζει. μωλωπίζεται εις τους πασσάλους του λιμένος, κλαίει με λυγμούς, λιποψυχεί και επιστρέφει εις την πόλιν με την κεφαλήν σκυμμένην. Τότε, εάν τον χαϊδεύσετε διερχόμενον, σηκώνει το μέγα σκοτεινόν όμμα του: “Είσθε πολύ καλός”. Και έπειτα φεύγει.
*
* *
Εις Ισπανός ηθέλησε να τον πάρει μαζί του εις την πατρίδα του. Μόνον εκείνην την ημέραν η θλίψις υπεχώρησεν εις την οργήν του. Μίαν εσπέραν ενώ εσκεπτόμουν “που άραγε να κοιμάται” αίφνης ήκουσα γογγυσμόν.

Και από το παράθυρον, από το οποίον φαίνεται η παραλία, είδον όρθιον, επάνω εις το υψηλότερον παρά την θάλασσαν βράχον, τον μέγα μαύρον σκύλλον, όστις διηγείτο την λύπην του εις τα άστρα.
-Σκοτεινέ άβυσσε, μεγάλη ελπίς, τί τώ απεκρίθης;
-Τίποτε.

Ουδεμία ευθυμία ημπορεί να εξαλείψει το πένθος του, ουδείς ύπνος ναρκώνει τα βάσανά του. 

Δεν ηξεύρω το όνομα του μεγαλοψύχου τούτου ζώου. ηξεύρω μόνον ότι ουδείς άνθρωπος θα επερίμενεν, αφού τρείς ελπίδες του καθ’ ημέραν διαψεύδονται εις χρονικόν διάστημα μεγαλείτερον των επτακοσίων ημερών. Ειξεύρω ότι η ανάμνησις αύτη με στενοχωρεί, ότι φοβούμαι μήπως εκράτησα κακώς τους όρκους μου, ότι ο σκύλλος αυτός με κάμνει να εντρέπωμαι, διότι ουδέποτε υπέμεινα τόσον, ουδέποτε ηγάπησα τόσον. !

Εν τούτοις, εάν έκαμον μακράν διήγησιν ενός τόσο απλού συμβάντος, το οποίον με δέκα γραμμάς ηδυνάμην να διηγηθώ, το έκαμα δια να εύρω την αγαθήν βάσιν του πράγματος. Αισθάνομαι την ανάγκην να χρονοτριβήσω πραγματευόμενος περί των παθών της ψυχής μου. Δεν άξιζε π.χ. να σας είπω δια τον σκύλλον αυτόν:

-Επί δύο έτη εκατόν γυναίκες ίσως θα επανέλαβον εις τον βαρώνον της Νορβηγίας το “Σ’ αγαπώ”, ενώ εις την καρδίαν των τον περιεφρόνουν.
-Επί δύο έτη εις την Νορβηγίαν καθώς και αλλού μυριάδες εραστών θα απεχωρίσθησαν τους εκλεκτούς των με το κτύπημα του θανάτου-και τίς δύναται να αποφύγει τον τάφον ;
*
* *
Δεν διηγήθην την ιστορίαν του σκύλλου δια να σκώψω την λήθην μόνον. Η λήθη, υπό την καλήν της όψιν, έχει κάτι τι το αγαθόν. Από τη λήθην εξαρτάται ενίοτε τό να ζή τις, ίσως μάλιστα και να το αγαπά.

Αλλά ο μεγάλος μαύρος σκύλλος, όστις παρατηρεί αδιακόπως τον ορίζοντα, αφυπνίζει εις εμέ τα υψηλά προβλήματα, τα οποία κοιμώνται εις όλων μας τας καρδίας.
Ώ ! πως ζηλεύω την επίμονον αγάπην του μαύρου σκύλλου ! Φαίνεται ωσάν να μας λέγει, ότι η πίστις αυτή καθ’ εαυτήν είναι η μόνη ανταμοιβή της πίστεως.

Κάποιος σοφός εζήτησε την ευτυχία εις την συνήθειαν και εδογμάτισεν, ότι η αγάπη και η ευτυχία δεν είνε άλλο παρά συνήθεια. Αλλά αυτά είνε λόγια μάταια, ανθρώπων ταρασσομένων και οικτιρόντων εαυτούς προ του μεγαλείου της πίστεως. 
*
* *
Εις την παραθαλασσίαν Βουλώνην ζή εις μεγάλος μαύρος σκύλος. 

Πηγή: Σπαρτιατικόν Ημερολόγιον 1900

σημείωση: ορθογραφία, σύνταξη και σημεία στίξης διατηρήθηκαν ως εις το πρωτότυπον. Μοναδική προσαρμογή η αντικατάσταση της άνω τελείας με τελεία όπου η επόμενη πρόταση ξεκινά χωρίς κεφαλαίο στοιχείο.