Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2015

το εμβαδόν του κόσμου

γκράφιτι στην οδό Καλλιδρομίου

είναι πράγματα μικρά
δεν εξαφανίζουν τη φτώχεια
δεν μας βγάζουν από την υπανάπτυξη
δεν κοινωνικοποιούν τα μέσα παραγωγής και τις τράπεζες
δεν απαλλοτριώνουν τη σπηλιά του Αλί Μπαμπά.

Ίσως, όμως, να απελευθερώνουν τη χαρά της δράσης
και να τη μεταμορφώνουν σε πράξεις.
Και, τελικά, το να δρας πάνω στην πραγματικότητα
και να την αλλάζεις έστω και λίγο
είναι ο μόνος τρόπος να αποδείξεις
ότι η πραγματικότητα μπορεί να αλλάξει.
Εδουάρδο Γκαλεάνο

έτσι πορευτήκαμε, με τα λίγα αυτά ψίχουλα καθώς θάλεγε ο κυρ Μήτσος. γιατί αυτός ο δρόμος ήταν το νανούρισμα των ονείρων μας. γιατί ήταν το ξέφωτο που μας έφερνε στην πηγή να ξεδιψάσουμε, να ξεπλυθούμε από τη σκόνη των χημικών. να γλυτώσουμε από τη χολέρα της κατάθλιψης και από τη σαπίλα της αναμονής του μάνα από το χέρι κάποιου υψίστου.

αναθεματίζοντας κάθε θεό, φτάσαμε ως εδώ. και μπορούμε πιια να ρίχνουμε μπουρλότα σε κάθε ναό. μπορούμε να τον βρίζουμε, μπορούμε και να τον χλευάζουμε. ακόμη και από το παγκάκι που είναι το σπιτικό μας. ακόμα μέσα από τους τροχούς της σκουπιδιάρας την ώρα που μας αλέθει. μπροστά στο σούπερμαρκετ την ώρα τ' αγκαλιάσματος, την ώρα της προσευχής. κι' ο θεός να μας κοιτά με βλέμμα αποσβολωμένο και να τραυλίζει. γιατί έτσι τόχε η ιστορία: να ταπεινώσουμε κάθε θεό. να γίνει η γή όλη σπίτι των παιδιών που ονειρεύονται, των παιδιών που ξέρουν να παίζουν. αντίδωρο σε όσους τόλμησαν το ρεσάλτο στους ουρανούς.

Αλήτη ! Απόψε είν' η βραδια τόσο καλή, τόσο καλή.
Μπορείς να πας να κοιμηθείς σ' ένα παγκάκι Αλήτη ! 
Πλάτυνε η Σκέψη τη ζωή τόσο πολύ, τόσο πολύ,
πο 'κανε ο άνθρωπος τη Γη κι όλο το Σύμπαν σπίτι.

Δεν έχεις δάκρυα να θρηνείς, ούτε κουράγιο να πονείς,
ούτε κραυγές υστερικές να βγάνεις πέρα ως πέρα.
Είσ’ ένα κύμα σιωπηλό μιας τρικυμίας παντοτεινής,
Που γαληνεύει ανήσυχα στην ήσυχη εσπέρα.
Τα σφυρίγματα του αλήτη,Τεύκρος Ανθίας

βρεθήκαμε 'δώ λοιπόν, στο μύλο και πάνω στο σταυρό. κυνηγημένοι από ιεροεξεταστές, αναθεματισμένοι από ορθόδοξους και ετερόδοξους. γιατί αποτάξαμε τη νομολογία τους, ανυπάκουοι στην ετερονομία κάθε ιστορικής νομοτέλειας που μας δίδασκε την υποταγή στους νοικοκυραίους, που μας δίδασκε πως να βυζαίνουμε το γάλα της μάνας μας ως την τελευταία σταγόνα, πως να εξασφαλίζουμε τη σύνταξη για τα γερατιά, πως πρέπει να πηγαίνουμε κάθε κυριακή στο ναό, πως είναι προδοσία να μην αγοράζουμε την εφημερίδα του κόμματος. 

πόντος σκοτεινό το "κράτος" τους, κύμβαλα αλαλλάζοντα τα πονήματά τους.

μας χλεύαζαν: γιατί αφήσαμε την ιδεολογική καθαρότητα προνόμιο δικό τους, μαγιά να πλάθουν το ψωμί τους με τ' αλεύρι της εσπερίας. κάποτε-κάποτε τους λυπόμαστε, βλέποντας πως ήταν η μόνη τους περιουσία. μα ποιά καθαρότητα τροχίζει το λόγο και χορταίνει τις ψυχές;

βαδίζαμε μέσα από το θολό περίγραμμα των πραγμάτων, φιλούσαμε χέρια παιδικά, μοιραζόμασταν ματιές που έκαναν το σώμα να σκιρτά. παλεύαμε για μια ζεστή αγκαλιά και η ζωή συνεχίζει να μας χαμογελά. 

μετρούσαμε την απελπισία με θερμόμετρα αριθμών, 
τον θάνατο σε κλίμακες αυτοκτονιών, 
την παγωνιά στις τιμές του πετρελαίου....

και τότε σηκωθήκαμε. πιάσαμε σφιχτά το χέρι του άλλου και φτάσαμε ως εδώ. για να μη γράψουν οι ιστορικοί πως ο θάνατός μας ήταν η μόνη μας ιστορία, για να μη μάθουν τ' αληθινά μας ονόματα από τα κηδειόχαρτα. ούτε κομματικά παράσημα, ούτε σημαίες στα φέρετρά μας, ούτε σύνταξη στα ορφανά μας. μόνη μας σύνταξη* αυτή της αλληλεγγύης.

Επαιξες τη φωνή της ελπίδας εκεί που δεν υπήρχε φωνή.
Η πλατεία ήταν έρημη. Η πατρίδα είχε φύγει.
Εχω κρατήσει μέσα μου την τουφεκιά σου.
Πάνω στο χώμα σου είμαστε. Εχουμε πατρίδα.
Νικηφόρος Βρεττάκος 
Ελεγείο στον τάφο ενός μικρού αγωνιστή.

εμείς γράφουμε την ιστορία, 
εξισώνοντας το καλό με το κακό, σκοτώνουμε το ψέμα.
κι' έτσι θα πορευτούμε, 
και θάναι τα παγκάκια μας χαμογελαστά, περιμένοντας τους έρωτές μας.
κι' έτσι θα πορευτούμε. 
γιατί του κόσμου το εμβαδόν είναι το εμβαδόν των ονείρων μας.

υγ1. τρεις μέρες στο χωριό, αποκλεισμένος από κάθε άλλο μέσο επικοινωνίας, μαθαίνω τα κατορθώματα του κ. βαρουφάκη και των συν αυτώ από το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου. ξημερώματα της τρίτης μέρας η λασποβροχή λούζει τον κόσμο. μα τα πουλιά δεν μ' αφήνουν να λυπηθώ. ακόμη και αν οι τουφεκιές των άπληστων κυνηγών σκεπάζουν το τραγούδι τους, και η λασποβροχή βαραίνει το πέταγμά τους. τα πουλιά καλούν τη νοσταλγία και αυτή καταφθάνει με τις εικόνες ενός κοντινού μέλλοντος.

υγ.2 αναρωτιέμαι αν η ανάρτηση έχει κάποια σχέση με τα τεκταινόμενα στα γήπεδα της εσπερίας. μια ματιά στον κήπο πίσω από το λασπωμένο τζάμι με πείθει πως ναι: σωριασμένα πορτοκάλια κατα γής, χτυπημένα από τους πάγους, τους αγέρηδες και την εκ μέρους μου αποποίηση της δωρεάς, ζυγιάζοντας το κόστος του ταξιδιού. τελικά η ζωή μας δεν μπορεί να είναι μια αντιγραφή του καπιταλισμού.

υγ.3. φαντάζομαι τη χαρά της πέμπτης φάλαγγας για τις κωλοτούμπες των συριζαίων. σύντροφοι ας προσέχατε. όποιος παίζει στο γήπεδο του καπιταλισμού πάντα χαμένος θάναι. και θα τον χλευάζουν οι εκ περισσού εξαγορασμένοι ρέφερι. για τον επερχόμενο κατακλυσμό της λασποβροχής θα επανέλθω.

υγ.4 προχθές και μετά από πολύ καιρό αρνήθηκα να πληρώσω διόδια στην αλητεία οδό Αθηνών-Πατρών. πέρασα "στο άνετο" ίσως γιατί δεν υπήρχαν περιπολικά να καραδοκούν για να καταγράψουν τους παραβάτες.

* σύνταξη εκ του συντάσσω/συντάσσομαι.



Δεν υπάρχουν σχόλια: