Κυριακή 31 Μαΐου 2020

πού πάνε οι Μάηδες όταν φεύγουν ;

εγώ, ως άπιστος Θωμάς,
χωρίς να τσιγκουνευτώ τον αυτοχλευασμό
και μη κατέχοντας καμμιάν αλήθεια
πορεύομαι συμφιλιωμένος με τις πλάνες μου,
σε πείσμα των φτηνών και βέβαιων καιρών.
κι’ όπως τα μαρμάρινα αγάλματα
πεθαίνουν λευκά, ευσεβώς σκεπτόμενα,
υπάρχουν οι λέξεις, οι συνομήλικες του φωτός
και της μεγάλης αφαίρεσης,
που οδηγούν στην αναβάπτισή τους.

τούτος ο πλούτος και ο ευτελής χρόνος μου
αν δικαιούνται κάποιον έπαινο
είναι γιατί αφιερώθηκαν στην ανιδιοτελή Επιστροφή.

οι Μάηδες των μεγάλων τοκετών

υπήρχε μία γαλήνη τότε στον ορατό μας κόσμο και ένας θαυμασμός για τον αόρατο. μαζί  και η αιδημοσύνη να τον αγκαλιάσουμε για να γίνει κομμάτι της αυριανής μας ύπαρξης, να γίνει μια σκάλα για την απεραντοσύνη.

θα είμασταν τεσσάρων χρόνων. οι μαγιάτικες νύχτες ήταν οι πιο γλυκές νύχτες του χρόνου. πλημμυρισμένες από χρώματα, από ήχους απόκοσμους, από μυρωδιές συνεσταλμένες, ίσα να μας αγγίξουν, ίσα να μας ταξιδέψουν στο μυστικό τους βασίλειο. και το φεγγάρι που κυριαρχούσε στον ουρανό, έστελνε το αινιγματικό του φως, πότε λαμπερό και πότε συγκρατημένο. δεν υπήρχαν ερμηνείες τότε, δεν μας χρειάζοταν. μας αρκούσε η μαγεία της στιγμής, όλα γίνονταν σαν ένα παιγνίδι έρμαιο των αισθήσεων. και όσες απορίες είχαμε για να χτίζουμε τον κόσμο μας, πνίγονταν από τη μητρική σιγουριά. κι' η μάνα το φχαριστιόταν μ' εκείνη τη γαλήνη τη δανεισμένη από τη σκοτεινή μήτρα της γέννησης. σαν να ήθελε το μυαλό μας να ψηλαφίζει το αόρατο και μόνο. και θαρρώ πως εύχονταν να μείνουμε παιδιά για πάντα, ταξιδευτές μοναχικοί, αλαφροπατώντας πάνω στη γη.


φεγγαράκι μου λαμπρό...

τέτοιες ώρες μας έβγαζε η Μάνα βόλτα στον φρεσκοστρωμένο  δρόμο. μας άρεσε η ξάπλα, ανάσκελα στην μυρωδάτη άσφαλτο, οι αναδεύσεις των κορμιών μας πάνω τη σκληρή της επιφάνεια. και η Μάνα άρχιζε ν' αφηγιόταν ιστορίες παρμένες από κόσμους ανέγγιχτους κι' αυτή η πουπουλένια αφήγηση μας νανούριζε, γλύκαινε τα αισθητά, τα έντυνε με το θεϊκό πέπλο των μη-αισθητών. και γινόταν χάδι το πέταγμα της νυχτερίδας, απόκοσμη μουσική το ζουζούνισμα του κουνουπιού, ευλογία το ούρλιασμα του τσακαλιού, καλωσόρισμα η λαλιά των πουλιών...
   πήγαινε νυφίτσα μου,
 να μετρήσεις την άμμο της θάλασσας
 τα κύματα της θάλασσας 
και μετά' έλα να πάρεις τα πουλιά...
...σιγοντάριζε η μάνα.

και σαν ξεφάντωνε ο ήλιος τότε άλλαζαν τα χρώματα και στο πρόσωπο της μάνας ζωγραφίζονταν η έγνοιες της ημέρας μα το τραγούδι των πουλιών στο ξύπνημά τους, οι αναστεναγμοί των καρπουζιών στο χωράφι, κατέγραφαν τη μεγάλη ευεργεσία που γλύκαινε τον κάματο κι' άπλωνε το σεντόνι της δικαιοσύνης για την απολαβή.

η αυγούλα

πώς να τα αγνοήσεις όλα αυτά
μυρωδιασμένα από τη νυχτιάτικη αύρα
στολισμένα από το άδολο φως της αυγής.

ο Μάης ο μαγικός, που μας μεθούσε με την ξυπολυσιά και τ' αλόγιστα ταξίδια, με τις μυρωδιές της φρεσκοσκαμμένης γης, με τη γύρη του χαμομηλιού και το κόκκινο της παπαρούνας, με το πλάγιασμα του ήλιου πάνω στις μαργαρίτες, με τις ευγνωμονούσες πασχαλιές και τις παρήγορες αναστάσεις,  με το Σάββατο των ψυχών, με τα λικνίσματα των ξωτικών στην άκρη του προσκεφαλιού μας- άγγελοι στην αιώνια περιπλάνηση στις νύχτες μας.

και να γιατί ο αφέντης ήλιος ποτέ δεν διαγράφει τις πατημασιές των ξωτικών σαν ανώφελα σημάδια στο ταξίδι της ζωής, γιατί  τα πουλιά θα σιωπήσουν, η πλάση θα οργισθεί, οι πηγές θα στερέψουν. κι' ο Μάης μένει για πάντα ο καιρός της γαλήνιας προσμονής και της καλοσύνης, για να είναι η μεζούρα  στα χρόνια των αειθαλών κοριτσιών.

κι' επειδή λένε πως...
όπως το καλό κρασί πίνεται τον τόπο του
και ο καρπός γεύεται κάτω από το δένδρο του,
έτσι και οι λέξεις μεγαλύνονται εκεί που συμβαίνουν...

έτσι και η αφήγηση ετούτη γράφτηκε λίγες μέρες πριν στον τόπο της για να αποφύγει τα ανίερα.


φωτο: από το παληό αναγνωστικό της πρώτης δημοτικού
μουσική: Άκης Πάνου
την πρωτάκουσα έφηβος πια μια μαγιάτικη νύχτα από το κασετόφωνο ενός φορτηγού.

 για τις εικόνες που συντρόφευαν τη γραφή ετούτη ευχαριστώ την Ε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.