Σάββατο 12 Ιουλίου 2014

τα καλοκαίρια της μνήμης


όποια κι' αν είναι η εποχή, ο πόθος είναι Θ-έρως,*

κι' έτσι, όπως αθόρυβα έφυγε η άνοιξη, αθόρυβα διαβαίνει και το καλοκαίρι. σαν τη σκουριά η αναμονή αναμετριέται με τη θέληση, αφομοιώνοντας πόθους, αποταμιεύοντας όλο και λιγώτερα προσανάματα για τις νύχτες: λόγοι που φ-λεγόμενοι θα φώτιζαν, εικόνες που εντοιχίζονται στη μνήμη, όνειρα που μαραίνονται εντός και εκτός των τειχών. σερνάμενος ο χρόνος πίσω από αξελόγιαστες λέξεις σέρνει πίσω του κάθε άτολμη εποχή.

μέσα στους έξι τοίχους της ύπαρξης αγναντεύω τα κύματα των εικόνων που έρχονται και σβήνουν. και θέλω άλλες να τις αιχμαλωτίσω σ' ένα κάδρο κι' άλλες να τις αποδιώξω. για να μη γιγαντωθεί η θλίψη, να μην πάρει μορφή η μοναξιά. το μικρό γατί χοροπηδά πάνω μου καλώντας με στο τραγούδι, κείνο που του δίδαξε η φύτρα του μπολιασμένη με το αμετάλλαχτο,
γιατί άραγε να χρειάζονται τόσα πολλά σημεία 
για την ομολογία των αυτονόητων του κόσμου ;

ξεσκαρτάρισμα εικόνων στην Πανεπιστημίου, μέσα στο λιοπύρι του Ιούλη. να γεμίσει ο άδειος καμβάς τούτου του καλοκαιριού. κρατώ ό,τι αναβλύζει ζωή, αγνοώντας ό,τι ακυρώνει το επελαύνον θέρος. κορίτσια οπλισμένα με όσα η νιότη επιδαψιλεύει: τη ματιά που αιχμαλωτίζει, το λόγο που λύνει κόμπους. και από την άλλη, την εικόνα του λαχειοπώλη που επενδύει σε κάθε περαστικό, σκαμμένα από την καθημερινή θυσία πρόσωπα γυναικών που αδιαφορούν για την πληγή,

γιατί ξέρουν πως κανένας άνδρας δεν είναι περήφανος για την Ύβρι του,
γιατί  ξέρουν πως κανείς δεν  θέλει να θρυματιστεί η ζωγραφιά του ονείρου του. 

όποιος από δυστυχία γνωρίζει, ελπίζει. σ' ένα κάδρο όλη η ελπίδα του κόσμου, η ζωή μα και ο θάνατος. άνδρες που καταθέτουν πόθους αναμολόγητους σε σώματα ξένα και σε θησαυροφυλάκια τραπεζών, αγόρια που ξεδιάντροπα επιδεικνύουν το κενό τους,  γυναίκες που δυσπιστούν για κάθε τους κίνηση. κύτταρα νεκρά, κύτταρα ναρκωμένα από τον καύσωνα της ανυπαρξίας αντάμα με  τα φωτισμένα πρόσωπα των κοριτσιών που υπόσχονται στους ανθισμένους κλώνους το τραγούδι τους.

μπλεγμένα όλα μαζί, ο Μύλος και ο Σταυρός της ύπαρξης όλης. ό,τι αποσυρθεί παίρνει στο βυθό του λίγη από την άμμο  του ονειρώδους που η επινοητικότητα μιας στιγμής λάξεψε πάνω στο αμετάβατο.

πάνω σε μια κλωστή το ταξίδι στην βαθύτερη ομορφιά του κόσμου. κλωστή  που κρατά το δημιούργημα ακέραιο, που αρνείται τον ολοκληρωτισμό της αντικειμενικοποίησης, αιχμαλωτίζοντας τη στιγμή του όλου στ' αλώνια της υποκειμενικότητας, στα πεδία των πόθων.  που επιτρέπει ξανά και ξανά την εκκίνηση, την ανάγνωση του κενού που ξεπλύθηκε από λέξεις και έννοιες, προετοιμάζοντας τα υλικά των ονείρων κάθε επερχόμενης νύχτας.



αθόρυβο και τούτο το καλοκαίρι πασχίζει να σημαδέψει το χρόνο, να μη μείνει έργο ημιτελές, που αναπαράγει το σκοτάδι που καταστρέφει τον κόσμο.  θεριεύει κάθε θέαση και ακρόαση έξω από τη συνήθεια, γίνεται ανάμνηση καλοκαιριού, πασχίζοντας να δαμάσει φόβους, να βγεί έξω από τα σύνορα των αντιφάσεων, 


-πως ξέρετε ότι δεν πέθανε η Άνοιξη ;
-γιατί την περιμένω να έλθει.
*παράφραση στίχου του Ο. Ελύτη  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.