Τετάρτη 8 Απριλίου 2015

η ημιτελής φούγκα του Κ.Τ.

χάσου θάνατ' από 'μπρός μου
τόσος πούναι ο θυμός μου
τα παιδιά σου θα μισήσω
στο γκρεμό θα σε τσακίσω.


μετράω πια πόσοι μείναμε. ασυμβίβαστος ο θάνατος με την άνοιξη, αδιάλλακτος στα παρακάλια μας. κάθε φορά μας υποχρεώνει σε μια περιήγηση της ζωής αυτών που φεύγουν, σ' ένα γονάτισμα στις μικρές ή μεγάλες στιγμές τους. όσες μπόρεσε η μνήμη να φυλάξει, όσες τολμάμε μπρος στο δέεσθαι εκείνων των στιγμών να δανειστούμε. για να απαγγείλει, με σφραγισμένα ο καθένας μας τα χείλη, το δικό του αποχαιρετιστήριο λόγο. 

κάθε φορά που φεύγει κάποιος, αγωνιωδώς ψάχνω να θυμηθώ την πρώτη στιγμή που τον γνώρισα: που, πως, πότε. τις πρώτες μας λέξεις, καταπού ήθελαν οι ματιές μας να κοιτάξουν, τί ήθελαν να βρούν, τι γεύση πήραν σαν είπαν το πρώτο αντίο, 
θα τα ξαναπούμε Κώστα, θα τα ξαναπούμε ... 

και τα ξανάπαμε πολλές φορές. στο υπόγειο καφενείο της σχολής, στο υπόγειο βιβλιοπωλείο του άλλου Κώστα. και τότε, θυμήθηκα: ήταν αυτός, κάπου ένα χρόνο πριν, που κρατούσε για λίγες στιγμές το "μαγαζί" στον πεζόδρομο της χέϋδεν, όταν ένα απόγευμα περνώντας από το καρότσι μπροστά, το μάτι μου έπεσε στους λόγους τσέχων συγγραφέων που ένα χρόνο πριν είχε πρωτοεκδοθεί. γλύκανε η ματιά μου στη θέα του τίτλου, φούντωσε η πεθυμιά να το δανειστώ, ή να το κλέψω. γιατί για να το αγοράσω ούτε λόγος, 250 δραχμές ήταν δύο μεροκάματα. αυτός τόνοιωσε και πρότεινε να μου το χαρίσει. το πήρα αλλά την άλλη μέρα το επέστρεψα, έχοντάς το ξεκοκαλήσει.

όταν συναντιόμαστε, σαν νάμασταν έτοιμοι από καιρό, δεν χάναμε ευκαιρία για κουβέντα και σινεμά. αλκυονίδα, studio (στην σκαραμαγκά), ξανά αλκυονίδα. και μετά τα γνωστά της εποχής. σ' ένα από τα κυριακάτικα σινεφίλ πρωϊνά, στο νέο στέκι του καψάσκη στην πλατεία αμερικής, μου μίλησε για την ημιτελή φούγκα του Μπαχ

στα τελευταία μέτρα του έργου ακούς το βαρύ βηματισμό του θανάτου. 

μετά χαθήκαμε, όλα χάθηκαν. δεν θέλησα ποτέ να κοιτάξω πίσω για δεκαετίες. δεν θέλησα να ανασύρω πρόσωπα, τόπους, στιγμές. ήταν βαθύ το πηγάδι και σκοτεινό. και ο κουβάς μίκρυνε, το σκοινί λιγόστευε. τόφερε η ιστορία όμως και τα νερά του πηγαδιού φούσκωσαν κι ανέβηκαν ως το φιλιατρό και χύθηκαν σε αυλές και σε χωράφια, να ξαναποτίσουν τη γή και τα περιβόλια της.

και ξανασυνάντησα τον Κ.Τ. Κύπρου και Πατησίων, στο πάρκο το από χρόνια απρόθυμο στη γονιμότητα, το από αιώνες διψασμένο. αναγνώρισα τη σεμνή, μπροστά στη φθαρτότητα, ματιά του. μόνο που αυτή τη φορά ήταν λιγότερο ανήσυχη. Ο Θ.Τ. είχε κατέβει τότε και κάμποσα χρόνια στη γή, και ήταν ο γυιός του.

η κυψέλη, η γειτονιά του. την οποία ποτέ δεν πρόδωσε. και οι αγώνες του, χωρίς κραυγές, χωρίς δελτία τύπου. ένας κοινός από το κοινό που γενοβολά το αύριο του καθενός μας. αγώνες για την αγορά, αγώνες για όλη τη γειτονιά. για να αναπνέουν οι άνθρωποι μούχε πεί. 

και η τελευταία βόλτα: αφιερωμένη στη γειτονιά όπου αντίκρυσε το πρώτο και το τελευταίο φως της ζωής του.

οδοιπόρε της ζωής και της αιωνιότητας, Κώστα Τσαλαπάτη, ας σε συντροφεύει το φως όσων στη γή άγγιξες. 

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε και τον πατέρα· απ’ τις μασχάλες πιάσ’ τονε
σα νά ’ταν λαβωμένος. Όπου πηγαίνεις τα παιδιά
εκεί περπάτησέ τον, με το βαρύ αμπέχωνο
στις πλάτες του ν’ αχνίζει.

δανεισμένο από το αποχαιρετιστήριο γράμμα του γυιού του Θωμά Τσαλαπάτη στην εφημερίδα Εποχή της 5 Απρίλη 2015.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.